Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Συνεδρία 5: Ο Τζόγος της ζωής


Τζογαδόρος δεν μπορώ να πω ότι είμαι. Στοίχημα θα παίξω μία, άντε δύο φορές το χρόνο. Στον τελικό του Champions League και αν η χρονιά έχει Euro, Copa America ή Mundial πάλι μόνο στον τελικό. Σε καζίνο έχω πάει μόνο μια φορά στη ζωή μου και αυτή στο εξωτερικό και η επίσκεψη ήταν μέρος του tour. Χαρτιά παίζω μόνο με την παρέα μου. Παρ’ όλα αυτά, έχω να χάσω χρήματα στα χαρτιά από τότε που ήμουν στην έκτη δημοτικού. Μπορεί να φταίει που έχω σπουδάσει στρατηγική, ότι το έχω γενικά, αλλά όταν σηκώνομαι από το τραπέζι έχω πάντα περισσότερα, έστω και πέντε ευρώ.

Μια Πρωτοχρονιά, πολλά χρόνια πριν, είχαμε μαζευτεί στο σπίτι ενός φίλου να παίξουμε τα παραδοσιακά χαρτιά. Επειδή όμως ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση σχεδόν όλοι, είχαμε μια μικρή έλλειψη σε τράπουλες. Φυσιολογικό να μη φτάνουν δύο τράπουλες για είκοσι περίπου άτομα. Καθώς το σπίτι του εν λόγω φίλου ήταν λίγο πιο έξω από την πόλη, έπρεπε να πάει να αγοράσει άλλες δύο τράπουλες κάποιος με αυτοκίνητο. Αρχικά είπε να πάει ο ίδιος, αλλά του είπα ότι δε θα φύγει από το σπίτι του όταν έχει τόσους καλεσμένους και προσφέρθηκα να πάω εγώ. Παίρνω τα κλειδιά και πάω στο αμάξι.

Ο δρόμος προς την πόλη κατηφορικός και καθώς ακόμα πολύ νέος το πατάω λίγο παραπάνω. Δε θέλω να αργήσω και ξέρω ότι το πρώτο περίπτερο είναι περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά. Τη γνωρίζω την περιοχή άλλωστε αφού το σχολείο που πήγα δημοτικό και γυμνάσιο ήταν εκεί δίπλα. Ο δρόμος έχει ένα μικρό λοφάκι μπροστά και πηγαίνω λίγο πιο κεντρικά για να αποφύγω μερικές λακκούβες που κοσμούσαν τη δεξιά άκρη του δρόμου. Ψιχαλίζει και βλέπω στις σταγόνες στο παρμπρίζ να αντικατοπτρίζονται φώτα όπως φτάνω στην κορυφή. Ενώ έχω αρχίσει να πιάνω την κατηφόρα ξανά κάνω δεξιά για να αφήσω χώρο στο όχημα που ανεβαίνει, χωρίς να κάψω ταχύτητα. Τα εξήντα χιλιόμετρα είναι λίγο πιο πάνω απ’ ότι απαιτεί ο δρόμος, αλλά το ελέγχω.

Ξαφνικά νιώθω το δεξί μπροστινό τροχό να κλοτσάει. Πατάω απαλά το φρένο και κάνω λίγο αριστερά το τιμόνι. Μπροστά τοιχίο και θυμάμαι ότι ο δρόμος εδώ ήταν πιο πλατύς στα δεξιά διότι υπήρχε είσοδος σταθμού της ΔΕΗ. Φρενάρω πιο σκληρά αλλά το μπροστά δεξί φτερό  δεν προλαβαίνει να φύγει από το εύρος του αναχώματος. Ρισκάρω και κάνω ξανά δεξιά το τιμόνι ποντάροντας στην περιστροφή. Πράγματι, ακούγεται το χτύπημα, το αυτοκίνητο στρίβει περιστρεφόμενο και σταματάει στο κράσπεδο στο αντίθετο ρεύμα. Επειδή δεν ήταν και κάποιο όχημα της προκοπής, θα πω απλά ότι το αυτοκίνητο το αλλάξαμε, πράγμα που έκανε ιδιαίτερα χαρούμενη τη μητέρα μου που ήθελε καινούριο έτσι κι αλλιώς.

Εγώ βγαίνω έξω και ψάχνω το κινητό μου. Τα νεύρα μου είναι ελαφρώς τεντωμένα, αλλά το βρίσκω με τη συνδρομή του οδηγού από το όχημα που με ανάγκασε να πάω πιο δεξιά. Είχε σταματήσει λίγο παραπάνω και ήρθε να δει αν χρειαζόμουν βοήθεια. Στα περίπου πέντε δευτερόλεπτα που έγιναν όλα αυτά το θηρίο είχε προλάβει να καλέσει και ασθενοφόρο. Η αλήθεια είναι ότι δεν το χρειαζόμουν. Το μόνο που είχα πάθει ήταν ότι είχε φυτρώσει ένα καρούμπαλο πάνω από το αριστερό μου μάτι. Το κινητό στην περιστροφή είχε φύγει από το παράθυρο. Και ενώ ήμουν σίγουρος ότι είχε πάει κάπου στα χόρτα που διακοσμούσαν το πλάι του δρόμου αντί για πεζοδρόμιο, το είδα πάνω σε μια πέτρα, σκεπασμένο από ένα μουσαμά.

Το παίρνω και αναρωτιέμαι, παίρνω πρώτα τα παιδιά ή τον πατέρα μου. Τελικά, λέω πρώτα τους φίλους μου. Παίρνω τον οικοδεσπότη και του λέω ‘Να σου πω, τελικά δεν το γλιτώνεις το δρομολόγιο με το αμάξι. Βλέπεις εγώ τράκαρα με το δικό μου και δε βλέπω πώς αλλιώς θα βρούμε τράπουλες’. Μετά από μια μικρή διακοπή ακούω ένα ‘Είσαι καλά ρε μαλάκα;’. ‘Εγώ μια χαρά, αλλά το Παντάκι αμφιβάλλω αν κάνει και για ανταλλακτικά πια’. ‘Που είσαι; Έρχομαι’.  ‘Λίγο πιο κάτω στη στροφή της ΔΕΗ’.

Μετά το δύσκολο. Παίρνω σπίτι και το σηκώνει η μητέρα μου. ‘Έλα παιδί μου δε θα έμενες μέχρι αργά στου Μ.;’. ‘Εεε, κοίτα. Θυμάσαι που έλεγες ότι ήθελες να αλλάξεις αμάξι; Νομίζω ότι τώρα ήρθε η ώρα να το κάνεις!’. ‘Πού είσαι; Είσαι καλά;’. ‘Τίποτα δεν έχω, αλλά καλό θα ήταν να έπαιρνες το μπαμπά και να ερχόσασταν εδώ’. Όταν ήρθαν οι φίλοι μου κάναμε χαβαλέ και προλάβαμε να διώξουμε το ασθενοφόρο πριν καταφτάσουν οι δικοί μου. Αποδεσμεύσαμε και τον άνθρωπο που το είχε καλέσει, αφού τον πείσαμε ότι δεν ήμουν μόνος μου και έχουν ενημερωθεί όσοι χρειάζονταν να ενημερωθούν. Αυτή η υπερβολή του Κρητικού φιλότιμου είναι δύσκαμπτη μερικές φορές.

Όταν ήρθαν οι γονείς και μας είδαν να κοιτάμε τα συντρίμμια τρία άτομα ηρέμησαν. Ο πατέρας μου με κοίταξε, έριξε μια ματιά στο αυτοκίνητο και γυρνάει και λέει στους δύο που με πλαισίωναν ‘Άνε παίξετε χαρτιά σήμερα να ποντάρετε εναντίον του. Δεν πρέπει να του ‘χει πομείνει άλλη τύχη’. Ο Κ. του απάντησε ‘Μέχρι να αλλάξει η μέρα εγώ λέω να μην ακολουθήσω τη συμβουλή σας’. Χαμογέλασε κάτω από το παχύ του μουστάκι και μου λέει ‘Πήγαινε στο σπίτι του κοπελιού να συνεχίσετε. Ετούτονα είναι δική μου δουλειά πλέον’. Τον αγκαλιάζω και φεύγουμε.

Πίσω στο σπίτι του Μ., αφού πέρασα μια μικρή ανάκριση από τους υπόλοιπους δεκαοκτώ καθόμαστε να παίξουμε. Black Jack λέει ο Μ. και παρέα με ένα ποτήρι whiskey μοιράζονται τα χαρτιά. Άσος μπαστούνι και σκέφτομαι αυτό που είχε πει ο πατέρας μου λίγα λεπτά πριν. Έχω μπει στο τραπέζι με είκοσι ευρώ, σίγουρος ότι δε χάνω, ήδη έξι χρόνια τότε. Ποντάρω τα δέκα. Είμαι τρίτος στη σειρά και οι δύο προηγούμενοι δεν έχουν τραβήξει φιγούρα. Πρώτο χαρτί βαλές μπαστούνι, το τέλειο Black Jack. Τριάντα ευρώ επιστρέφουν σε ‘μένα και μια φωνή από τη ‘μάνα’ που επιτάσσει ότι έχω άλλες τέσσερις παρτίδες. Αν τις κερδίσω και τις τέσσερις δε θα παίξω άλλο σήμερα. Τις κερδίζω και τις τέσσερις, συνολικό κέρδος 120 ευρώ. Σηκώνομαι παίρνω ένα Dimple μαζί μου και καλή τύχη μάγκες. Οι υπόλοιποι με κοιτούν σαν εξωγήινο.

Το επόμενο βράδυ τους έχω πει να βγούμε σε ένα club στο Ηράκλειο. Παρόλο που η μουσική των club δεν μπορώ να πω ότι είναι κάτι που ακούω (που ακούγεται ήθελα να γράψω αρχικά, αλλά ας είναι), επειδή οι προτιμήσεις των υπολοίπων είκοσι συνέκλιναν προς τα εκεί υπέκυψα. Άλλωστε, ποτέ δεν πίστευα στην τύχη. Όλη μου τη ζωή, ως τότε και από εκείνο το τρακάρισμα και μετά, πίστευα στις ικανότητες, τη δουλειά, τον προγραμματισμό και το όραμα. Καθώς δε με το μεταφυσικό δεν έχω κάποια σχέση, εκείνο το βράδυ καρφώθηκε μέσα μου ότι δεν έπαθα τίποτα από την αύρα που έβγαζε μια μεγάλη, ωραία και δεμένη παρέα. Έτσι έπρεπε να τους το επιστρέψω. Από τα 120 ευρώ που κέρδισα το προηγούμενο βράδυ, ξόδεψα τα 110 στο club. Ένα μπουκάλι για όλους και μια κανάτα με καλαμάκια. 80+30=110.

Ήταν μια βραδιά τζόγου. Πήρα την πρωτοβουλία να πάω, ρίσκαρα τα ρέστα μου να αποφύγω την πλευρική επαφή με πιθανότερο αποτέλεσμα το ντεραπάρισμα και δικαιώθηκα. Έπαιξα επιθετικά από την πρώτη παρτίδα και δικαιώθηκα. Με το μέρος μου ήταν και το παράπλευρο γεγονός, καθότι πρώτον το ασθενοφόρο δεν το είδαν ποτέ οι δικοί μου να τους αγχώσει πριν δουν εμένα και δεύτερον, διάολε, πόσοι γονείς μετά από τρακάρισμα θα έλεγαν πήγαινε να συνεχίσεις τη βραδιά σου και να περάσεις ωραία;


Φυσικά και έχω ρισκάρει ξανά από τότε. Πάνε άλλωστε δώδεκα χρόνια. Δεν κέρδισα πάντα, ή τέλος πάντων δεν κέρδισα πάντα ολοκληρωτικά. Όμως από εκείνη τη μέρα πίστεψα ότι δε φτάνει μόνο να είσαι ή να έχεις τον Άσο, πρέπει να τον ζευγαρώνεις και με το βαλέ.       

2 σχόλια:

  1. Χα! είμαι πρώτος που γράφω σε τούτο!
    Από μικρός δεν πίστευα στην τύχη. Πέρα από τον τζόγο (λατινογενής ελληνοποιημένη λέξη για το παιχνίδι) πολλοί γύρω μου έλεγαν ότι είμαι τυχερός, από κάποια θαυμάσια που "συνέβαιναν" στην ζωή μου. Ψιλοτσαντιζόμουν, ψιλοχαιρόμουν, καταλάβαινα ότι ήμουν και καταλληλα πλασμένος-προετοιμασμένος για να "εκμεταλλευτώ" καταστάσεις, άρα ποια τύχη ρε συ, μονάχος ορίζεις τηνζωή σου. Αλλά τελικά η τύχη μάγκα μου υπάρχει και κάνει και αυτή παιχνίδι, στα όρια μάλιστα κουμαντάρει και την φάση.
    Πιάνει φωτιά το χωριό σου και φεύγεις πανικόβλητος, κυνηγημένος από την φωτιά. Στο σταυροδρόμι του διπλανού χωριού, δεν κάνεις αριστερά για την πόλη, δεν κάνεις αριστερά που έχεις κάνει κάθε φορά, αριστερά που ασυναίσθητα επέλεγες πάντα. Κάνεις δεξιά, που βγάζει στο πάραδίπλα χωριό και παραπέρα στην ιερή κοιλάδα, κάνεις δεξιά που το έχεις κάνει μόνο τις μετρημένες φορές που έχεις πάει στο πανηγύρι τους της Παναγιάς και κανα δυό ακόμα, κάνεις δεξιά που έχει και κομμάτι χωματόδρομο. Και δεν συναντάς την ντελαπαρισμένη πυροσβεστική που κλείνει τον δρόμο, δεν σε παγιδεύουν αυτοπαγιδευόμενοι συντοπίτες σου που σε ακολουθούν με το δικό τους αμάξι. Δεν αυγαταίνεις τον χαμό, γλιτώνεις του Χάρου. Μένεις πίσω, μαζί με την οδύνη να χάσκεις αναλογιζόμενος το ανεξήγητο. Τύχη σου λέει μετά.
    ΥΓ: Ραμόν, μην ξενερώνεις, θέλει να στρώσει η δουλειά λίγο. Στο κείμενο για τον τελικό δεν θέλησα αρχικά να σχολιάσω γιατί δεν ήθελα να στρέψω αλλού την συζήτηση, ίσως ένιωθα και λίγο αμήχανα με αυτό που ήθελα να γράψω. Υπό κανονικές συνθήκες θα έγραφα για τα του τελικού, υπήρχαν πολλές ωραίες αλληλοπλεκόμενες ιστορίες σε αυτόν. Έγραψα τελικά, για κάτι άλλο, αυτό που ήθελα. Κοπιάστε, ίσως σας ενδιαφέρει, αν όχι, προκαταβολικά συμπαθάτε με.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αταραξία ξέρεις τι γίνεται? Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μια θετική αύρα και αυτό συνήθως τους βγαίνει σε καλό στις περισσότερες επιλογές που κάνουν. Ο αδερφός μου είναι ένας τέτοιος. Εγώ πάλι είμαι πιο κοντά στο μέσο όρο. Απλώς όταν τζογάρω το κάνω λελογισμένα και συνήθως κερδίζω. Σε μεγάλο ποσοστό μάλιστα. Και έχω αρχίσει να καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τα χαρτιά δεν είναι και τόσο τύχη. 80% στρατηγική και 20% τύχη θα έλεγα.

    Δεν έχω δει ποτέ κάποιο μέρος που έχω δεθεί μαζί του να πιάνει φωτιά. Και είναι κάτι που δε θέλω να ζήσω. Μικρές εστίες σε αγροτεμάχια ναι, αλλά ως εκεί. Άλλωστε με τις καλλιέργειες που έχουμε στην Κρήτη, ελιές και αμπέλια κυρίως, το κλάδεμα είναι δεδομένο. Οπότε και η καύση των κλαδιών μετά. Αλλά περισσότερο μοιάζει με αυτό που λέει ο Μητροπάνος, 'Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές'.

    Όσο για το υστερόγραφο, ο καθένας γράφει ότι θέλει. Και φυσικά είμαι ανοικτός, όπως έχω αποδείξει, σε προτάσεις ή διορθώσεις. Από τα θέματα που θέλετε να γράψω ως τη μορφή. Αν δε σας αρέσει αυτό που έχω αποφασίσει, δηλαδή το Εικόνα-Κείμενο-Τραγούδι μου το λέτε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή