Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Συνεδρία 13: Μίλια μακριά


Το προηγούμενο Σάββατο το βράδυ καθώς περιπλανιόμουν ηλεκτρονικά σε διάφορες ιστοσελίδες μια είδηση μου χτύπησε καμπανάκια: ‘Φωτιά στη Μεσσαρά νότια του Νομού Ηρακλείου’. Αρχικά αγχώθηκα και μετά το μυαλό μου έγινε ένα τεράστιο slideshow. Εικόνες περνούσαν αδιάκοπα χωρίς να έχουν κάποια λογική ή συνέχεια. Φωτογραφίες που αποτύπωναν τη ζωή μου σε ένα από τα χωριά που κινδύνευαν από τη φωτιά.

Η γιαγιά μου ζει ακόμα εκεί. Έχει πια φτάσει τα 85 και τα τελευταία χρόνια μένει αποκλειστικά στο σπίτι της. Από το 2004 που πέθανε ο παππούς, στα 94 του, άρχισε να χάνει την όρεξή της για ζωή. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι μου λέει ότι δεν έρχεται ο Χάρος να την πάρει. Της απαντάω ότι είναι γερή κράση και όσο και αν μένει στο σπίτι και προσπαθεί να ρίξει τον εαυτό της δε θα τα καταφέρει. Υπήρξε εξαιρετική αγρότισσα και ονομαστή μποστανατζού άλλωστε. Η προσωποποίηση του κρητικού φιλότιμου, αφού από ότι μάζευε τα καλύτερα τα μοίραζε στη γειτονιά και σε συγγενείς. Και έχει και μεγάλο σόι, αφού είχε οκτώ αδέρφια. Από το 2005 που σταμάτησε να καλλιεργεί δεν της λείπει ποτέ τίποτα. Όσα έδωσε όλα αυτά τα χρόνια της επιστρέφουν αναδρομικά. Γείτονες και συγγενής θα σταματήσουν από το σπίτι και θα της αφήσουν φρούτα, λαχανικά, χοχλιούς, βοτάνια, μέχρι και κρέας. Η ανταπόδοση και η αναγνώριση τουλάχιστον δεν έχει χαθεί στα μέρη μας.

Πριν από κάποια χρόνια, το 2006 χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο Ηράκλειο. Μετά την πήραμε στο σπίτι και της είπα ότι τώρα δε σε κουνάει ούτε ο ΟΗΕ από εδώ. ‘Να δεις παιδί μου ότι θα ασκήσω βέτο’, απάντησε. Αναρωτήθηκα αν την έφεσή μου στις διεθνείς σχέσεις την έχω πάρει από εκείνη. Διάολε γιατί όχι? Τόσα πράγματα έχω πάρει από αυτήν! Την ετοιμολογία μου, το λεκτικό καφριλίκι, το χιούμορ μου, αν έχω πάρει και αυτό τόσο τα καλύτερο. Μεγάλωσα με τη γριά. Όχι δεν ερχόταν στο σπίτι, εγώ πήγαινα στο δικό της. Αρχικά μόνος και μετά με τον αδερφό μου. Την ‘έπαυλή της’ που στέκει πάνω από την κεντρική πλατεία του χωριού. Μετά από 58 χρόνια δεν ήταν εύκολο να τη φέρουμε στο Ηράκλειο. Έπαθε κατάθλιψη, με την κλινική έννοια του όρου. Μετά από δύο μήνες οι γονείς μου έκαναν αποδεκτό το βέτο και τη γύρισαν στο χωριό. Ξαναζωντάνεψε. Της είπα πέρυσι ότι ‘στο Ηράκλειο του Χάρου ήσουν πιο κοντά’. ‘Ε, καημένε! Να με τουλάχιστον μια ολιά καταστεμένη οντέ θα ‘ρθει’. Χαλάλι!

Στο χωριό πέρασα μεγάλο μέρος της παιδικής μου ηλικίας. Από πολύ μικρός όταν οι γονείς μου με άφηναν εκεί το καλοκαίρι για το ετήσιο ταξίδι τους τον Αύγουστο, μέχρι που τελείωσα το σχολείο. Μετά ξέπεσα στο χυδαίο καθεστώς του επισκέπτη, με δική μου ευθύνη. Χυδαίο λόγω προσβολής στις μνήμες και τις εμπειρίες του παρελθόντος. Η γιαγιά με έπαιρνε στο μποστάνι, ποτίζαμε μαζί, καλλιεργούσαμε μαζί, ταΐζαμε κότες, κουνέλια (τα αγαπημένα μου), κατσίκια (που δε με άφηνε να πλησιάζω για να μη με κουτουλήσουν, αλλά εγώ την έκανα) παρέα και στο τέλος μου έδινε το ‘μεροκάματό μου’. Χρήματα να πάρω ένα παγωτό. Με έφερε σε επαφή με τη φύση μέσα από το παιχνίδι και όχι με τον ωμό τρόπο του πατέρα μου ‘Έχουμε δουλειά’. Ο παππούς από την άλλη με έμαθε χαρτιά και με πήγαινε βόλτα με τη γαϊδούρα. Αφού με έδενε πρώτα μην πέσω. Άνθρωπος της εκκλησίας ο ίδιος, ψάλτης, πρέπει να είναι ότι πιο υπομονετικό έχω γνωρίσει. Από αυτόν πήρα την έφεση στις γλώσσες. Στα 85 του θυμόταν γαλλικά και ιταλικά που είχε μάθει στον πόλεμο. Κανονικά, με σύνταξη και συμφωνίες, όχι σκόρπιες λέξεις. Ένα από τα best-of της ζωής μου ήταν στα τρία μου όταν πήγαμε στην εκκλησία του χωριού και, μαθημένος εγώ από τα κρητικά γλέντια, πήγα μπροστά στο στασίδι που έψελνε και τον χειροκροτούσα.

Μόνο που την προηγούμενη βδομάδα οι καμπάνες της συγκεκριμένης εκκλησίας σήμαναν κίνδυνο. Η φωτιά πλησίαζε και είχε αρχίσει να κυκλώνει το χωριό από την επάνω πλευρά. Στην αρχή με τις πρώτες πληροφορίες να έρχονται σκόρπιες ήμουν χαμένος. Φοβήθηκα για τη γιαγιά που το αναπνευστικό της δεν είναι και στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Η Μεσσαρά είναι μια εύφορη κοιλάδα ανάμεσα σε δύο βουνά και το καλοκαίρι οι θερμοκρασίες μπορούν να φτάσουν σε επίπεδο Σαχάρας, χωρίς τη συνδρομή της φωτιάς. Αν προσθέσεις και την υγρασία από τις καλλιέργειες έχεις μια εξασφαλισμένη κρίση άσθματος σε περίπτωση που είσαι ευαίσθητος. Κάνοντας ένα, δυο τηλέφωνα σε κάτι ξαδέρφια έμαθα ότι η γιαγιά απλώς είχε στραβώσει που δεν μπορούσε να βγει στην αυλή της να κοιτάζει το δρόμο, να χαιρετά και να κουβεδιάζει με τον κόσμο που περνούσε από κάτω. Το αγαπημένο της sport τα τελευταία χρόνια. Καλά μέχρι εδώ.

Το δεύτερο πράγμα που με τρόμαξε ήταν η περιουσία. Με τη δουλειά του πατέρα μου να μην πηγαίνει καλά, όπως όλων στη σημερινή Ελλάδα, οι ελιές είναι ένα αποκούμπι τεράστιας σημασίας. Αν και τις μισούσα, καθώς ήταν ο λόγος που έκανα πρώτη φορά διακοπές Χριστουγέννων όταν έδινα πανελλήνιες, ήθελα να τις κάψω ο ίδιος όταν γινόταν η μεταβίβαση της περιουσίας σε εμένα και τον αδερφό μου. Είναι οι κακές μνήμες από το χωριό, με τις ελιές να είναι όψιμες στην Κρήτη τις μαζεύαμε από τα Χριστούγεννα και μετά. Ποτέ δεν πίστεψα στον Αϊ Βασίλη, αλλά ήλπιζα να έρθει ένας καλικάντζαρος να μου κλέψει το ραβδί μου. Κάθε μέρα ξύπναγα και κοίταζα έξω να δω αν βρέχει, για να μην πάμε στο χωράφι. Έπρεπε να βρέχει πολύ όμως, διότι το ψιλόβροχο πατέρας και γιαγιά το θεωρούσαν απλώς δύσκολα working conditions. Παρόλα αυτά, φοβήθηκα για τον πατέρα μου. Με το άγχος που έχει με τη δουλειά και τις υποχρεώσεις αν έχανε και τις ελιές ένα καρδιακό ή ένα εγκεφαλικό το είχαμε σίγουρο.

Η φωτιά πήγε όμως από την πάνω πλευρά. Φυσικά, η κάτω πλευρά του χωριού έχει περάσει αναδασμό. Έχουν ανοιχτεί μεγάλοι δρόμοι (ζώνες πυρασφάλειας στην περίπτωσή μας) και υπάρχουν αρκετές δεξαμενές. Φωτιά είναι εξαιρετικά δύσκολο να επεκταθεί εκεί. Τον γλυτώσαμε και τον πατέρα. Αυτό που δεν αποφύγαμε όμως είναι μια τεράστια καταστροφή σε μια πολύ ζωντανή περιοχή. Κάηκαν θερμοκήπια, ελιές, αμπέλια, μελίσσια σε μια τεράστια έκταση. Η φωτιά σε κάποια φάση πήγε να κατευθυνθεί προς το παλάτι της Φαιστού. Λόγω δρόμων θα ήταν απίθανο να φτάσει εκεί. Το χωριό είναι ζωντανό και κάνει τα πάντα γιορτή. Τη Μεγάλη Παρασκευή κατά την περιφορά του Επιταφίου υπάρχουν check-points στη διαδρομή με τραπεζάκια γεμάτα νηστίσιμους μεζέδες και ρακή. Αυτό σημαίνει ότι ο Επιτάφιος ξεκινάει με όλο το χωριό από την εκκλησία και καταλήγει σε αυτήν με τον παπά και τους τέσσερις που τον σηκώνουν. Περισσότερο μοιάζει με κηδεία στη Νέα Ορλεάνη. Μετά εκεί που έχει καεί ο Ιούδας, για να μην πάνε χαμένα τα κάρβουνα, οι ψαράδες έχουν φροντίσει να φέρουν χταποδάκια, σουπιές, καβούρια και τα συναφή να τα απλώσουν επάνω. Κάτω από την ‘έπαυλη’ αυτά.

Έγραψα πολλά επειδή όλα αυτά τα σκεφτόμουν. Το τι έχω ζήσει εκεί, καλό και κακό, τη γιαγιά, τον παππού, το μποστάνι, τις ελιές, τα παιδιά που παίζαμε μπάλα, δεκαοχτώ χρόνια πλήρη. Ήθελα να είμαι σε θέση να πάω να βοηθήσω, όσους και όσα κινδύνευαν. Τη γιαγιά, τους συγγενείς, τους φίλους μου ή όποιον άλλον. Η καμένη γη είναι ένα από τα πιο θλιβερά θεάματα. Το έχω βιώσει στην Πελοπόννησο, στη Λέσβο και την Εύβοια και σε αγγίζει βαθιά. Πόσο μάλλον όταν έχεις δεθεί με έναν τόπο. Ήθελα να είμαι εκεί να βοηθήσω, αλλά είμαι 1.000.000 μίλια μακριά.

7 σχόλια:

  1. Ρε συ Ραμόν, παρομοιάζουν αρκετά οι αναμνήσεις και τα βιώματά μας...
    Όσο για την Φωτιά, είμαι από την Μάκιστο, το χωριό από όπου ξεκίνησαν οι φονικές πυρκαγιές του 2007 στα Ολύμπια, που κατέκαψαν τον τόπο. Η πληγή δεν έχει κλείσει καλά-καλά. Δε νομίζω ότι μπορώ να γράψω περισσότερα. Τουλάχιστον τότε μπόρεσα και έφτασα εκεί το ίδιο βράδυ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι λογικό και δε χρειάζεται να πεις περισσότερα. Τα παιδιά που έχουμε μεγαλώσει σε επαρχιακές πόλεις και έχουμε άμεση σύνδεση με τα χωριά των γονιών μας έχουμε κοινές εμπειρίες. Είτε στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στη Μακεδονία, ή τη Θεσσαλία δεν παίζει ρόλο.

      Η φωτιά είναι περίεργο πράγμα. Όσο την κοιτάς σε κάποιο τζάκι σε μαγνητίζει, αλλά στον ανοικτό χώρο είναι τρομακτική. Θυμάμαι τον πατέρα μου κάθε χρόνο που κλαδεύαμε και καίγαμε τα κλαδιά από τις ελιές να είναι πολύ προσεκτικός για το μέρος και τον καιρό πριν το κάνουμε. Και να δίνει πολλές οδηγίες για το πώς και το τί πρέπει να γίνει.

      Οι πληγές πρακτικά δεν κλείνουν ποτέ. Στη Λέσβο το είδα καθαρά. Η φωτιά, το καμένο δάσος που μοιάζει με σκηνικό Αμερικανικής ταινίας τρόμου, η ερήμωση της περιοχής. Το ίδιο και στη Βόρεια Εύβοια, στον Αϊ Γιώργη. Υποθέτω και στα μέρη σου. Στην περίπτωση της Κρήτης αυτό που μπορεί να σώσει την κατάσταση είναι ότι δεν κάηκε δάσος, αλλά καλλιέργειες. Και αυτές ξαναγίνονται με τον καιρό.

      Διαγραφή
  2. Kι εμένα μοιάζουν αρκετά τα παιδικά χρόνια μου με εκείνα του Ραμόν και το θεωρώ φυσιολογικό, αφού τα μέρη από τα οποία προερχόμαστε έχουν πάρα πολλές ομοιότητες στον τρόπο ζωής,αλλά και στις κλιματολογικές συνθήκες. Κι εγώ έχω μια κοτσονάτη γιαγιά(ενεργή αγρότισσα ακόμα στα 76 της) που έκλαψε με μαύρο δάκρυ τον παππού που έφυγε πριν κάποια χρόνια...
    Αυτό το είδατε μάγκες στο gazzetta; http://www.gazzetta.gr/plus/article/530444/zeygari-pethane-tin-idia-ora

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Οι αγρότισσες γιαγιάδες έχουν άλλη χάρη. Από τη μαγειρική, μέχρι τις ιστορίες που θα σου πουν.

      Όσο για το άλλο, μου έχει κολλήσει χρόνια μια ρήση του Τίτου Πατρίκιου: 'Η πιο δημοκρατική στιγμή είναι αυτή του αμοιβαίου οργασμού'. Και του αμοιβαίου θανάτου θα συμπλήρωνα εγώ.

      Διαγραφή
  3. για να καλαμπουρισουμε λιγο το θανατο, η γιαγια μου (που την εχασα το 2005) ελεγε οτι αν καταλαβει οτι ηρθε η ωρα της πρωτα θα δηλητηριασει τον παππου και μετα θα πεθανει. "τι θα κανει ενας αντρας μονος του? ουτε τον καφε του δε μπορει να ψησει". θα τον τελειωνε τον χριστιανο επειδη ανησυχουσε οτι δεν θα τα καταφερει μονος του. ευτυχως της ξεφυγε.

    ο παππους εχει φτασει τα 99 και τωρα που γραφω απ το χωριο ετοιμαζομουν να του κανω ενα βιογραφικο ντοκιμαντερακι αλλα με το γαμο του αδερφου μου ουτε λεπτο δε μου εμεινε ελευθερο. και θελω να αφιερωσω χρονο. τον αλλο μηνα θα ανεβασω παλι καμερες μικροφωνα και θα γινει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η καλύτερη ιστορία που άκουσα ποτέ για παππού που δεν είχε καμία επαφή με την κουζίνα είναι από τη συμβία, όταν η γιαγιά της τον είχε αφήσει μόνο του 2 μέρες για να πάει να κάνει 1 εγχείρηση στα μάτια της. Κατεβαίνει η δικιά μου λοιπόν στην κουζίνα και βλέπει τον παππού της να έχει βάλει 1 τηγάνι πάνω στο μάτι, μέσα στο τηγάνι 1 πλαστικό μπολάκι που είχε κρέας μέσα και να στέκεται από πάνω. 'Τι κάνεις εκεί παππού;' 'Ζεσταίνω το κρέας να φάω παιδί μου'. Ευτυχώς πρόλαβε να σώσει το τηγάνι και το σπίτι.

      Αυτό με το ντοκιμαντέρ είναι μια πολύ ωραία ιδέα. Η γιαγιά, αυτή που κινδύνευσε είναι ένας απίστευτος λεξιλογικός πλούτος για την κρητική γλώσσα. Η συμβία που είναι διδακτορική γλωσσολόγος από την 3η φορά που τη συνάντησε και μετά κρατάει πάντα μπλοκάκι για σημειώσεις (επιστήμονες τι να πεις) και τις τελευταίες φορές είχε μαζί της και το δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι. Λέει ότι είναι κρίμα να χαθούν αυτές οι λέξεις.

      Kots κάνε το αφιέρωμα στον παππού σου. Θα μείνει και σε εσένα και στην οικογένειά σου. Εγώ ακόμα στεναχωριέμαι που τον παππού μου από την πλευρά του πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ. Είναι ένας πολύ ωραίος τρόπος τα παιδιά σου να μάθουν για τους προγόνους τους. Συγγνώμη για το καθυστερημένο της απάντησης, αλλά χθες είχα διάφορα ζητήματα.

      Διαγραφή
    2. ναι ρε συ Kots, κάντο. Προσωπικά έχω μετανιώσει που δεν κατέγραψα τις αναμνήσεις του παππού μου, όπου μου διηγιόταν πως έζησε ο ίδιος τις σελίδες τις Ιστορίας που μάθαινα. Οι πρώτες αναμνήσεις του, αμυδρές, ήταν από τους βαλκανικούς σαν παιδί-έφηβος, και ότι λίγα μάθαινε τότε στο χωριό. Και όλα τα ξαδέρφια μετανιώσαμε που δεν έχουμε καταγράψει τις ιστορίες που ξεφούρνιζε, ανακατέυοντας μαγικά, ελληνική μυθολογία, τοπικές ιστορίες, μεσαιωνικά παραμύθια, αραβικά παραμύθια, με ζωηρή φαντασία...

      Διαγραφή