Όπως κάθε άνθρωπο, έτσι και εμένα με κυνηγούν κάποιοι
δαίμονες. Με περιτριγυρίζουν και προσπαθούν να με διαβάλουν σε μια ατέρμονη διελκυστίνδα
κυριαρχίας. Ένας από τους πρώτους που με επισκέφτηκαν ήταν αυτός της τούρτας με
τα κεράκια και είναι ο πιο επίμονος. Χτυπάει κάθε χρόνο την ίδια περίοδο, σα gremlin που
το έχεις ταΐσει μετά τα μεσάνυχτα και οφείλω να του αναγνωρίσω ότι είναι
έμπειρος και ικανότατος. Έχω αρχίσει να αποκτώ την πεποίθηση ότι μπορεί να
απλώνει τα πλοκάμια του σε εξωτερικές συνθήκες ώστε να στήνει ολόκληρο σκηνικό.
Άλλωστε το décor είναι εξίσου
σημαντικό με το περιεχόμενο.
Είμαι παιδί του καλοκαιριού. Όχι επειδή είμαι νησιώτης και ο
κάβος της ζωής μου έχει δέσει στην προβλήτα της θάλασσας. Αυτό είναι μιαν επίκτητη,
καλοδουλεμένη σχέση που χτίστηκε με πολύ κολύμπι, βουτιές, παιχνίδι στην
αμμουδιά και ηλιοκαμένες παρέες. Από το πρόσθιο της λαχτάρας, στο ύπτιο της χαλάρωσης,
μέχρι την πεταλούδα που με προσπερνούσε στην υγρή πίστα. Αλλά αυτά είναι νερό
με αλάτι. Το θεμέλιο του δεσίματός μου με τη θερμή εποχή είναι το ότι γεννήθηκα
στο μέσον αυτού. Και σαν κάβουρας που είμαι από την αρχή παλεύω με πλάγια
βήματα να μαρκάρω στιγμές προσωπικής ευτυχίας. Ευτυχίας; Ας μην το χοντρύνω από
τώρα, να το κλείσω στο ‘χαράς’.
Όλα κυλάνε ομαλά στο παιδικό σου το κεφάλι μέχρι να σε βάλουν στη στάνη του σχολείου. Μέχρι τότε οι μέρες σου είναι επαναλαμβανόμενες, το ίδιο ξέγνοιαστες, με τους ίδιους προβληματισμούς πάνω στο παιχνίδι σου, ή στη βόλτα σου και στην τελική, τι θα πει ‘ο μπαμπάς δουλεύει’; Είπαμε ή δεν είπαμε να πάμε βόλτα με το φορτηγό; Αλλά στο σχολείο ο χρόνος μπαίνει σε άλλα καλούπια. Οι μέρες παύουν να είναι πια όμοιες και δομούνται σε μιαν εξίσωση 5+2 με το f(x) να παραμένει άγνωστο ακόμα και τώρα. Το καλοκαίρι έρχεται πια σα λύτρωση και σαν κατάρα. Λύτρωση διότι η βδομάδα φοράει ξανά την παιδική της αμφίεση και κατάρα καθώς οι φίλοι σου παίρνουν ένα τρίμηνο διάλειμμα από τη συμμετοχή στην καθημερινότητά σου.
Έτσι ενώ οι συμμαθητές σου όλο το χρόνο κουβαλούσαν
σποραδικά γλυκά στο σχολείο και βασάνιζαν τους γονείς τους με γιορτές και parties στα
γενέθλιά τους, εμείς οι καλοκαιρινοί καρποί επωφελούμασταν των συνθηκών χωρίς
να έχουμε την υποχρέωση της ανταπόδοσης. Μονάχα την επιθυμία, αυτή που κυριεύει
τα παιδιά και τους δημιουργεί το αίσθημα να μην ξεχωρίζουν. Μιαν αναζήτηση ιδιότυπης
ισότητας, αντίρροπης με ότι συμβαίνει μέσα στην τάξη όταν ο δάσκαλος είναι
παρόντας. Πήγαινα σε γιορτές και γενέθλια συμμαθητών, με το δωράκι μου, τη
διάθεσή μου και την όρεξή μου να τεστάρω το πόσο καλή μαγείρισσα ήταν η εκάστοτε
μητέρα. Παίζαμε, χορεύαμε, γελάγαμε, φλερτάραμε μεγαλώνοντας, αλλά πάντα
φεύγοντας με βάραινε η γνώση ότι εγώ δε θα μπορέσω να γίνω οικοδεσπότης ενός τέτοιου
γεγονότος.
Βλέπετε, μέση Ιούλη όλοι λείπουν. Ακόμα και στο παραθαλάσσιο
Ηράκλειο ο κόσμος πάει σε εξοχικά, ταξιδεύει, μαζεύει σταφύλια, αν και τον
Ιούλη τα σταφύλια στην Κρήτη είναι πολύ πρώιμα, και γενικά βρίσκεται εκτός
βάσης. Μετά τα ‘χρόνια πολλά’ αγαπημένων ή αγνώστων συγγενών, πέρναγα τη μέρα
με τον αδερφό μου και την ηλεκτρονική μου παρέα: το Super Mario, την πριγκίπισσα Zelda και
το Link, το Donkey Kong και όσους τέλος πάντων
χειριζόμουν. Ήταν η μέρα μου έλεγαν και αποφάσισα και εγώ να παίζω με τις ζωές τους
πιο ελεύθερα, ψάχνοντας και στην πραγματικότητα εκείνο το διαολεμένο το
μανιτάρι που σε μεγαλώνει. Αλλά πάντα μόνος μου με τον αδερφό μου και αν ήμουν
εξαιρετικά τυχερός θα περνούσαν και τα ξαδέρφια μου, εκείνα που μεγαλώσαμε
μαζί.
Το σκηνικό άλλαξε στη δευτέρα λυκείου πια. Τότε τα
φροντιστήρια για τις πανελλήνιες κρατούσαν δέσμιους τους πάντες στην πόλη.
Επιτέλους, θα μπορούσα να δώσω κάτι πίσω στους φίλους μου από αυτά που τους έπαιρνα
τόσα χρόνια. Την πρώτη φορά το παράκανα, έξω με πολύ ποτό και φαγητό. Αλλά
έντεκα σχολικά χρόνια απομόνωσης δικαιολογούσαν την υπερβολή, και διάολε το
ευχαριστήθηκα γιατί ήταν όλοι τους εκεί. Φίλοι από τη γειτονιά, και από τα δύο
σχολεία, από τα φροντιστήρια, όλοι. Τη δεύτερη χρονιά, στην περίοδο του
απόλυτου τίποτα μεταξύ τέλους πανελληνίων και αρχής φοιτητικής ζωής ήμουν πιο
συνετός. Είχα ξεκαυλώσει άλλωστε την προηγούμενη χρονιά, διώχνοντας από πάνω το
βάρος του λαθρεπιβάτη στις στιγμές των άλλων.
Στο πανεπιστήμιο απέκτησα ένα άλλο πρόβλημα. Αν ήμουν στην
Αθήνα μου έλειπαν κάποιοι φίλοι από την Κρήτη, όσοι δεν σπούδαζαν στην
πρωτεύουσα δηλαδή και δεν είχαν ήδη τελειώσει την εξεταστική τους, και αν ήμουν
στο Νησί οι συμφοιτητές μου. Αλλά δεν ήμουν μόνος πια. Ειδικά από τη στιγμή που
απέκτησα μια μόνιμη σχέση, είχα πάντα κάποιον. Μετά ήρθε το εξωτερικό, αλλά μέσα
Ιούλη ήμασταν Ελλάδα και οι φίλοι μας ήταν εξαιρετικά πρόθυμοι να δουν το
ξενιτεμένο ζεύγος μετά από καιρό, πόσο μάλλον όταν υπήρχε μια σημαδιακή αφορμή όπως
τα γενέθλια.
Φέτος όμως ο χωροχρόνος με ξέβρασε σε μια απομονωμένη γωνιά
του υποσυνειδήτου μου. Μόνος στην πολυπληθέστερη μεγαλούπολη της Ευρώπης καθώς
η συμβία είναι ήδη Ελλάδα, η οικογένειά μου επίσης, και οι φίλοι από τη δουλειά
έχουν πάρει άδεια. Έχω πάρει repos και ξυπνάω με το ίδιο αίσθημα απομόνωσης όπως μικρός. Φτιάχνω
το σπίτι και αρχίζω να νιώθω σαν τη γιαγιά στις ‘Μεγάλες Προσδοκίες’. Αρνούμαι
να μαγειρέψω και παίρνω τους δρόμους. Αγοράζω ένα μπουκάλι vodka και
επιστρέφω. Τηλέφωνα, e-mails, skype, ωραία όλα αυτά, αλλά μένω στο
τέλος με τον υπολογιστή μου. Βάζω ραδιόφωνο, το 8-10 τοπική, δηλαδή 10-12 ώρα
Ελλάδος ήταν πάντα για ‘μένα ώρα που άδειαζε το κεφάλι μου με τα παιδιά του fight club. Έχει παιχνίδι και η
εκπομπή είναι κουτσουρεμένη. Τίποτα δεν πάει καλά σκέφτομαι. Μετά από μια ώρα
βυθίζομαι βαθύτερα στις προεφηβικές μου παλινωδίες. Αυτή τη φορά δεν είναι οι
ήρωες της Nintendo, αλλά
οι παίχτες μου στο FM. Χρόνια
πολλά Ramón, μόλις κατέκτησε
το Champions League. Μόνος.
Γλυκό δεν υπάρχει για δείγμα στο σπίτι επίτηδες. Σκέφτηκα να
σβήσω ένα réseau πάνω από ένα cookie κάνοντας μια ευχή, να
μη χρειαστεί να ξαναγυρίσω σε αυτό το δωμάτιο του μυαλού μου, αλλά γρήγορα
κατανόησα το γελοίο του πράγματος. Η επόμενη μέρα ήταν πιο δύσκολη. Έχοντας περάσει
από τη φάση της μοναχικότητας, που λατρεύω, σε αυτή της μοναξιάς, το γραφείο έμοιαζε
κλουβί. Εγώ περισσότερο έφερνα σε ντοπαρισμένη αρκούδα. Πίσω σπίτι και
ραδιόφωνο ξανά, σε μιαν ύστατη προσπάθεια να βρω το διάδρομο στο λαβύρινθο του
παρελθόντος και να συνεχίσω από εκεί που το άφησα την Τετάρτη. Τα παιδιά
ανακοινώνουν ότι είναι η τελευταία τους εκπομπή και συμβαίνει ακριβώς ότι
απέφευγα, να κάνουν ανασκόπηση της ιστορικής διαδρομής της εκπομπής τους. Το
παρελθόν αρχίζει να βαραίνει επικίνδυνα.
Τοπική ώρα 22:00 και όντας στα όρια της κατατονίας βγαίνω να
περπατήσω. Γύρω μου παρέες νηφάλιων και ήδη μεθυσμένων Άγγλων εφήβων και νέων
να κάνουν απίστευτη φασαρία. Ο Θείος Αλβέτρος πρέπει να έχει δίκιο τελικά για
την ελαστικότητα του χωροχρόνου. Τοποθετώ τα ίδια άτομα στα Μάλια κάποια
καλοκαίρια πίσω. Δεν έχει διαφορά αν περπατάω σε μια λεωφόρο του Λονδίνου ή σε
ένα δρομάκι που οδηγεί στην παραλία με αυτό που βλέπω γύρω μου. Μεσάνυχτα πια
αλλά τα φαντάσματα βγήκαν με ώρα Ελλάδος και με περικυκλώνουν. Μια σκοτεινή
συντροφιά που δένει με το gothic σκηνικό που με περιβάλλει. Ξαφνικά χαμογελάω, φαντάσματα έ;
Τελικά έχω παρέα στη δική μου γιορτή.
To videoclip της "Γιορτής" έχει άμεση κινηματογραφική αναφορά στην ταινία του Φεντερίκο Φελίνι 8 1/2 (otto e mezzo). Δες την και δεν θα νιώσεις τόσο μόνος. Άσε που παίζει και η Κλαούντια Καρντινάλε και κλέβει την παράσταση στο τέλος. Όσο για τις "Τρύπες" , δεν θα υπάρξει ποτέ των ποτών τόσο μεγαλειώδες ελληνικό ροκ συγκρότημα. Ποτέ όμως. Έχω περάσει ολόκληρους μήνες ακούγοντας μόνο αυτούς τους μυστήριους Θεσσαλονικείς τύπους.
ΑπάντησηΔιαγραφήχρόνια πολλά Ramon
ΑπάντησηΔιαγραφήΔημήτρη οι Τρύπες γενικά ήταν ένα συγκρότημα σταθμός στο ελληνικό ροκ. Και τα clip τους πάντα ήταν μια αφορμή να προβληματιστείς παραπάνω. Βέβαια ήταν ένα challenge να πας σε συναυλία τους, ειδικά όταν οι γονείς έβλεπαν τα μηχανάκια με τους αναβάτες να φοράνε δερμάτινα, γεμάτοι tattoo και σκουλαρίκια έξω από το χώρο που θα γινόταν αυτή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για τον Ιταλό σκηνοθέτη, λατρεύω το ρεύμα του Ιταλικού νεο-ρεαλισμού. Ειδικά Fellini και Pasolini με αγγίζουν βαθιά.
Ευχαριστώ και τους 2 σας. Παρέα πάντα βρίσκεις. Στη μουσική, στον κινηματογράφο, στο παιχνίδι. Απλώς, μερικές φορές χρειάζεσαι τη διάδραση που μπορεί να σου προσφέρει μόνο η ανθρώπινη παρουσία. Αυτό είναι όλο.
Γύρισα από ταξίδι στην Καλαμάτα, που πήγα για να βοηθήσω σε μια μετακόμιση και επιπλέον κατάφερα να πάω στην αντιφασιστική, σε επετειακή νυκτερινή πυρά προσκόπων, σε πανηγύρι του ΑηΛιά με τον Μαγκάρετ (τ ι εννοείς ποιος είναι αυτός;) να κοιμηθώ στην παραλία και να πέσω με την τσίμπλα στο μάτι το πρωί στην θάλασσα, να φάω δύο βρώμικα σερί μετά από χρόνια και να δω ένα περίεργο ΓάλλοΑλγερινό χορευτή στο φεστιβάλ Χορού. Πραγματικά, δεν θέλω να το τρίψω σε κανενός την μούρη και ιδιαίτερα σε σένα ρε ρυ Ραμόν, που νιώθω πως είναι να είσαι ξενιτόπουλο, τα περί μοναξιάς και μοναχικότητας. Απλά έκανα ΔΙΑΚΟΠΕΣ, έστω μιάμισης μέρας, ύστερα από πολύ καιρό και είμαι ενθουσιασμένος, overwhelmed που λέγαν στο χωριό μου. Χρόνια Πολλά και Καλά για τώρα και θα επιστρέψω με σεντόνια για Τρύπες και Γιορτές. Και αυτό είναι Απειλή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι πολύ καλά έκανες. Αυτά τα τυχερά από το πουθενά είναι που μετράνε περισσότερο. Πάντως, αν είναι να μου δώσουν άδεια και να μείνω στο Λονδίνο προτιμώ να μην πάρω καθόλου και του χρόνου το καλοκαίρι να πάρω 28 εργάσιμες μονοκοπανιά να μείνω 1,5 μήνα κάτω. Μόνο να βαστάξει η 'παραγωγή' (ρακής πάντα, από την κατάψυξη).
ΔιαγραφήΜπορείς να απειλείς όσο θέλεις. Εδώ τα σεντόνια είναι ευπρόσδεκτα. Να μη σου πω ότι θα γίνουμε Χυρήτογλου στο τέλος.
Άσχετο, ρε συ αυτός ο Γάλλο-Αλγερινός χορευτής είχε ή δεν είχε τελικά συμβόλαιο;
Συνήθως δεν έχω όρεξη να με γιορτάσω. Ανάποδος άνθρωπος. Τα γενέθλιά μου πέφτουν και μεγαλοβδόμαδο-σαρακοστή συνήθως και στην θρησκόληπτη κοινωνία της πατρίδας μου δεν υπήρχαν περιθώρια και για κανάν εορτασμό της προκοπής, τα είχα λοιπόν γειώσει από νωρίς. Η γιορτή μου πέφτει σε κομβική ημερομηνία πριν τα Χριστούγεννα και γινόταν νταβαντούρι, αλλά στην Αθήνα της εφηβείας πια, η ημερομηνία της γιορτής μου είναι λίγο εξωτική, όλοι μου λέγαν χρόνια πολλά σε άλλη φάση και ξενέρωνα να εξηγώ πως και τι. "Άντε ρε, να γλιτώσεις τα γλυκά θέλεις". Στράβωνα και στην γιορτή μου δεν ήθελα κανέναν. Ανάποδος λέμε. Πότε πότε όμως με έπιανε και πιάνει μια κάψα και εκεί κατά τις 8-9 το βράδυ ενημερώνω έξι εφτά άτυχους ότι έχω γιορτή ή γενέθλια, απαιτώ παρουσία, συνοδεία αναψυκτικών ή σκληρού αλκοόλ, ανάλογα την ηλικία μου, και αναθέτω ενημέρωση των υπολοίπων . "Ρε μαλάκα, που να τους βρω όλους αυτούς", "Μη με βάλεις να πάρω αυτήν, αφού ξέρεις", σκληρός εγώ. "Μα ρε συ, τέτοια ώρα ούτε δώρο δεν προλαβαίνουμε να σου πάρουμε". Είπα ότι αισθάνομαι άβολα με τα δώρα για μένα; Γουστάρω πολύ να δέχομαι αλλά δεν τα ανοίγω αμέσως. Αν δεν μου αρέσουν δεν μπορώ να προσποιηθώ και πικραινόμαστε. 'Α-νά-πό-δός. "Δεν θέλω δώρα, να έρθετε θέλω, είσαι υπεύθυνος/η για τους τάδε, και φέρτε όποιον άλλον θέλετε". Τηλέφωνα πανικόβλητων "Ρε ξεφτίλα, τελευταία στιγμή; δεν μπορώ να έρθω, είμαι εκεί/ κουράστηκα σήμερα/ ο,τιδήποτε. "Αν δεν έρθεις, μη μου ξαναμιλήσεις" ανηλέητος εγω, εφόσον κρίνω με τα αντικειμενικά μου κριτήρια ότι η δικαιολογία δεν ευσταθεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελικά σχεδόν όλοι τα κατα΄φερναν. Περηφανέυομαι διότι αυτά τα πάρτυ έχουν μείνει στις ιστορίες των παρεών μου, για το πως κατάφερε, τι ώρα, με ποιόν και σε τι κατάσταση να έρθει ο καθένας, τις αγχωμένες συνεννοήσεις τους, άγνωστοι να παραλαμβάνουν άγνωστους στα μέσα της νύχτας, το βρισίδι σε μένα - "ρε, είναι ψυχάκιας, πάμε, παίζει όντως να μην μας ξαναμιλήσει"- αλλά και το ξεφάντωμα, οι μουσικές, τα ξεκαρδίσματα, οι έρωτες, το απρόσμενο και ευτράπελο των συνύπαρξης των με εκ διαμέτρου αντίθετων χαρακτηριστικών φίλων μου και το πρωινό των ανήμπορων να επιστρέψουν σπίτι τους γλεντοκόπων.
Χμμμ έχω καιρό... μήπως αυτόν Δεκέμβρη πάλι; Θα δείξει
Δεν μπορώ να γράψω τελικά για τις Τρύπες. Μπουκώνω. Αλλά θα γράψω για την φορά που με οδήγησαν στην ανακάλυψη ενός πολύ ακριβού μου μέρους. Ήταν εκείνη η συναυλία στον Λυκαβηττό με την κλοτσοπατινάδα και τα ΜΑΤ, '94; '95;, δεν θυμάμαι. Πάνω στην αναμπουμπούλα αποφασίζουμε με έναν κολλητό να μην τρέξουμε προς εξάρχεια και να πάμε προς κολωνάκι, να αποφύγουμε μπατσαρία και προσαγωγές. Κατεβαίνοντας κάτι σκαλιά βλέπουμε μία λευκή, φωτισμένη μπάλα πάνω σε ένα στύλο μπροστα άπό ένα μαγαζί. Πάνω έγραφε RAINBOW. Λέμε ότι θα είναι κανένα ροκάδικο, και γαμώ, πάμε μέσα. Κατεβαίνουμε τις σκάλες, ανοίγουμε την πόρτα και μπαίνουμε σε έναν άλλο κόσμο. Ρωτάμε τον μπάρμαν και εκείνος με ένα ανθυπομειδίαμα μας εξηγεί τι παίζει και μας κερνά από μία γουλιά (μία γουλιά έκαστος) παραδείσου, ενώ η μελωδία που ακούμε είναι μεθυστικότερη ακόμα. Ένα μαγαζί που δεν ήταν για μας τότε, θέλαμε Ρονι Τζαίημς Ντίο και μπύρες. Αλλά μας φανερώθηκε για να μπορόυμε να το εκτιμήσουμε δέκα - δεκαπέντε χρόνια μετά. Το παρεκκλήσι του ουισκιού και της τζαζ στην Αθήνα. Μιλάω για το μαγαζί του κυρ-Νίκου, απόμαχου ναυτικού, που συλλέγει whiskey's και Jazz από όλον τον κόσμο και τα προσφέρει στους περιχαρείς πελάτες του. Με τον άλλον το συζητάγαμε σα να είχαμε δει φαντάσματα, δεν το είπαμε σε κανένα, ήμασταν μαγεμένοι. Το αφήσαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας, ξεχάστηκε θαρρεί κανείς, μέχρι μια άλλη συναυλία, του Νικ Κέιβ, το '06, που είδαμε μαζί στον Λυκαβηττό. Πήγαμε ξανά εκεί μετά, νιώσαμε μια ακατανίκητη συγκίνηση και συμφωνήσαμε ότι για εμάς, αυτό το μέρος θα είναι προσκύνημα, και θα το αποκαλύπτουμε σε εκλεκτούς φίλους μας, που όμως θα μπορούν να το εκτιμήσουν. Θα ήταν χαρά μου να πάω κάποιους από εσάς εκεί, αν σας καλύπτει η περιγραφή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΞέρεις Αταραξία, κάθε φορά στα μεγάλα πάρτυ χανόμουν. Δε μου αρέσει αυτή η αμερικανιά της απροσωπίας και το να βάζει κάποιος το σπίτι και όλα τα υπόλοιπα οι άλλοι, κυρίως τον κόσμο. Το απέφευγα όταν έκανα κάτι και είχα μαζί μου μόνο φίλους. Δεν τρελαίνομαι και για δώρα. Είμαι και εγώ αρκετά ανάποδος το έλεγα τελευταία στιγμή και εγώ. Βασικά γιατί δεν ήθελα δώρα, παρέα ήθελα. Υπάρχει μια ιστορική μάζωξη γενεθλίων μου στο υπόγειο του σπιτιού μου, με μαντολίνα και κιθάρες και τα βαρέλια του κρασιού στο δίπλα δωμάτιο. Από τους 11 που ήρθαν, οι 11 κοιμήθηκαν σπίτι γιατί κανείς δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει. Ευτυχώς που είχαμε να τους κοιμήσομε, που έλεγε και ο πατέρας μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛοιπόν, αυτό το γαμημένο το μαγαζί μου έχει σπάσει τα νεύρα. Οι Αθηναίοι φίλοι μου, η βέρα Αθηναία δικιά μου, όλοι μου μιλάνε για αυτό και ένας κερατάς δε με έχει πάει ποτέ. Δεσμεύομαι ότι όταν έρθω Αθήνα θα ενημερώσω και δέχομαι να πάμε μόνο εκεί! Και να πεις ότι έχω δει λίγες συναυλίες στο Λόφο...
Και ευαίσθητη χορδή, jazz. Είμαι 9 χρονών και εκεί που παίζω το Bach και το Chopin μου στα πλήκτρα, έρχεται ο δάσκαλος και μου λέει να κάνουμε ασκήσεις δεξιοτεχνίας. Μου δίνει το pink panther. Η έμφυτη ερευνητική περιέργειά μου με έκανε να ψάξω τη μουσική περισσότερο. Κατέληξα ότι είναι κάτι πολύ βαρύ για να το ακούσω μόνος μου συνεχόμενα. Με παρέα ναι να μιλάμε πάνω από τη μουσική, μόνος να παίζει σα χαλί όταν κάνω κάτι (γράφω, διαβάζω, κάνω δουλειές) υπέροχα. Το Blues μου πάει περισσότερο. Αλλά όταν κάποια μου έβαλε ένα Lagavulin και πίσω έπαιζε κορνέτα δεκαετίας 1960 στη Νέα Υόρκη κοκάλωσα. Και χάθηκα στο χρόνο σε μια διαδρομή Σκωτίας - Νέας Σκωτίας ένα malt δρόμος.
Ωραία προοπτική για να ανταμώσουμε. Μη το δεις σαν απωθημένο, μα σαν ποθημένο, που έλεγε μια ψυχή.
Διαγραφή