Και μετά από την ψυχογραφία της περασμένης βδομάδας
επιστρέφω στη σημειολογία που μου ταιριάζει και περισσότερο. Όπως δεσμεύτηκα θα
μιλήσω για ταξίδια. Όχι για τα ίδια, αλλά για τους ανθρώπους που τα εκτελούν. Για
την οικονομία της συζήτησης θα τους χωρίσω σε τρεις κατηγορίες: τουρίστες,
ταξιδιώτες και ταξιδευτές.
Μερικές αρχικές παρατηρήσεις πρώτα. Η ιστορία του ταξιδιού
αρχίζει από τα αρχαία χρόνια. Ο πρωταρχικός λόγος του να φύγει κάποιος από τον
τόπο του και να μεταβεί σε ένα άλλο μέρος για περιορισμένο χρονικό διάστημα
ήταν το εμπόριο. Φοίνικες, Μινωίτες, Κινέζοι, Ασσύριοι και λοιποί αρχαίοι
πολιτισμοί φόρτωναν προϊόντα σε καράβια, καμήλες και άλογα και πήγαιναν να τα
πουλήσουν αλλού. Το εμπόριο δεν περιοριζόταν στα υλικά αγαθά. Την ίδια περίοδο
κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτες μορφές διπλωματίας, η οποία φυσικά και έχει
ως στόχο το εμπόριο. Όχι υλικών αγαθών αποκλειστικά, αλλά και προσφορές συμμαχιών,
συνεργασίας, καλών σχέσεων κτλ. Μέχρι τις μέρες μας αυτή η λειτουργική
προσέγγιση της μετακίνησης δεν έχει χάσει τη δυναμική της, ίσα-ίσα. Το
μεγαλύτερο ποσοστό μετακινήσεων στον κόσμο (περίπου 55%) γίνεται για
επαγγελματικούς λόγους. Αυτή η κατηγορία δε θα με απασχολήσει σε αυτό το post.
Υπάρχει και μια ραγδαία αύξηση τα 100 τελευταία χρόνια στις εξαναγκαστικές
μετακινήσεις. Μετανάστες, νόμιμοι και παράνομοι, πρόσφυγες, επιζήσαντα θύματα
γενοκτονιών και εθνοκαθάρσεων δεν μετακινούνται προσωρινά, αλλά μόνιμα και
συνήθως είτε βίαια, είτε μετά από εξαπάτηση. Το ταξίδι αυτών των ανθρώπων
επισκιάζεται από τους λόγους που τους έχουν ξεριζώσει από μέρη που δεν είχαν
καμία πρόθεση να εγκαταλείψουν, από όλους εκείνους που εμφανίζονται για να
εκμεταλλευτούν το φόβο και την ανάγκη τους και από το μίσος που αντιμετωπίζουν
στα μέρη όπου καταλήγουν. Επειδή ασχολούμαι με τέτοια φαινόμενα καθημερινά θα
μου επιτρέψετε να γράψω μόνο για το ταξίδι αναψυχής.
Ξεκινάω από τους τουρίστες. Είναι η πολυπληθέστερη κατηγορία
και απαρτίζεται κυρίως από ανθρώπους άνω των 35 ετών. Είναι η γενιά που
μετακινήθηκε στα αστικά κέντρα από την επαρχία την περίοδο της βιομηχανοποίησης
των δυτικών κρατών και άρχισε να εκτιμά ότι την περίοδο της άδειάς του θα άξιζε
να το επενδύσει γνωρίζοντας άλλα μέρη. Ως τέκνα της βιομηχανοποίησης,
δημιούργησαν μια νέα βιομηχανία υπηρεσιών. Ξενοδοχεία, εστιατόρια, μαγαζιά με
αναμνηστικά και ένα σωρό άλλα πράγματα αναπτύχθηκαν για να προσφέρουν υπηρεσίες
για όλα τα γούστα και όλα τα οικονομικά δεδομένα. Ο τουρίστας ελάχιστα ενδιαφέρεται
για το ίδιο το μέρος που επισκέπτεται. Αρκεί να είναι διαφορετικό από την
καθημερινότητά του και να του δίνει αυτήν την αίσθηση του αλλότριου συνεχώς. Θα
πάει σε όλα τα σημεία που του έχει σημειώσει ο πράκτοράς του, θα τα δει όλα
επιφανειακά, θα κάνει δυο χαϊλίκια στη διασκέδαση και στο φαγητό, θα τραβήξει
αμέτρητες φωτογραφίες, θα πάρει ένα κάρο souvenirs που αρχικά θα στολίζει και μετά θα
θάψει στη σοφίτα ή το υπόγειό του, όταν γυρίσει στη βάση του. Και του χρόνου
κάπου αλλού με την ίδια λογική. Φυσικά, θέλει να τον μεταφέρουν, να τον
υπηρετούν και να τον φροντίζουν, γιατί διάολε είναι σε διακοπές. Έτσι διαλέγουν
πακέτα με group ή πακέτα που να περιλαμβάνεται διαμονή, ξενάγηση και ένα
μέρος την διατροφής, με τη μικρότερη δυνατή ταλαιπωρία στη μετακίνηση.
Αεροπλάνο über alles.
Η δεύτερη κατηγορία είναι οι ταξιδιώτες. Συνήθως μικρότεροι
σε ηλικία και/ή με μεγαλύτερο μορφωτικό επίπεδο. Αυτοί δε μετακινούνται έτσι
απλώς για να ξεφύγουν από την καθημερινότητά τους, αλλά για να γνωρίσουν
πραγματικά το μέρος προορισμού τους. Αποφεύγουν συστηματικά την ομαδοποίηση των
groups
και κλείνουν εισιτήρια και ένα κατάλυμα. Τα υπόλοιπα τα ανακαλύπτουν
εκεί. Δεν τους αρκεί να δουν τα αξιοθέατα αλλά επιδιώκουν να αποκτήσουν τριβή
με τους αυτόχθονες, να κατανοήσουν τον τρόπο ζωής τους και τις συνήθειές τους.
Αποστρέφονται οτιδήποτε έχει την ταμπέλα του τουριστικού και ακολουθούν τους ντόπιους
στις επιλογές τους. Βασικό αξίωμα αυτής της κατηγορίας είναι ότι δεν βλέπει
ποτέ όλα τα αξιοθέατα του τόπου που επισκέπτεται για να έχει ένα λόγο να
επιστρέψει. Περπατάνε πολύ οι ταξιδιώτες και παίρνουν τα μέσα που χρησιμοποιούν
και οι ντόπιοι στις μετακινήσεις τους. Οι φωτογραφίες περιορίζονται σε αυτά που
κάνουν εντύπωση μόνο, ή σε στιγμές που είναι σημαντικές για τους ίδιους. Μαγνητίζουν
στιγμές και όχι τοπία και αγοράζουν όχι αλόγιστα souvenirs, αλλά πράγματα που θα μείνουν
και έχουν μεγάλη συναισθητική αξία για αυτούς. Τα μέσα εδώ ποικίλουν ανάλογα με
τις προτιμήσεις.
Τέλος, υπάρχουν και οι ταξιδευτές. Για αυτούς ο προορισμός
είναι το τελευταίο πράγμα που τους ενδιαφέρει. Το βασικό είναι το ταξίδι αφ' εαυτό. Η αποχώρηση, η διαδρομή, η μετακίνηση. Κάποιες φορές δεν υπάρχει καν
καθορισμένος τελικός προορισμός. Δεν υπάρχει καθορισμένη ηλικιακή σύνθεση της κατηγορίας.
Αποτελείται από μερακλήδες, ρομαντικούς και πειραγμένους (με την καλή έννοια)
που μέσω της μετακίνησης κάνουν την εσωτερική τους αναζήτηση. Το μέσο οφείλει
να εξυπηρετεί τη συγκεκριμένη σχέση με το χρόνο. Να είναι χαλαρή δηλαδή. Το
αεροπλάνο διαγράφεται από τα κατάστιχα και το αυτοκίνητο ή το καράβι ανάγονται
σε αποκλειστικές επιλογές. Όχι λεωφορεία, όχι κρουαζιερόπλοια με shows και
λοιπά φαντεζί. Καράβι απλό διότι το ζητούμενο είναι να συνδεθεί με τη θάλασσα.
Οι περισσότεροι ταξιδεύουν μόνοι τους, ή το πολύ-πολύ με το/τη σύντροφό τους ή
κάποιον πολύ καλό φίλο, με την προϋπόθεση να μοιράζονται το ίδιο πάθος. Αρκετοί
επιλέγουν και επαγγέλματα που να τους προσφέρουν αυτή τη διαρκή μετακίνηση, όπως
αυτό του ναυτικού. Φτάνοντας στον προορισμό τους θα μπερδευτούν με τους ανθρώπους
και θα πάρουν ένα πράγμα που θα τους δέσει με τον τόπο. Δεν υπάρχει ιδανικότερη
σκιαγράφηση της κατάστασης από τον καφέ που ήθελε να αγοράσει ο Καββαδίας στο Colombo, όπως το περιγράφει
στη ‘Βάρδια’.
Εγώ θα παραδεχτώ ότι θα ήθελα να ανήκω στην τρίτη κατηγορία,
αλλά κατατάσσομαι στη δεύτερη. Χρειάζομαι τον σκοπό, γαμώ τον Αριστοτελισμό
μου, και το κατάλυμα. Θέλω να γνωρίσω τον τρόπο ζωής και σκέψης των ανθρώπων
στο μέρος που επισκέπτομαι και μέσα από τα μνημεία και τα αξιοθέατα να
αποκρυπτογραφήσω το πώς η ιστορία έχει διαμορφώσει τη σημερινή κοινωνική
πραγματικότητα. Ταξιδεύω πάντα με λίγους. Πάντα, εντάξει, τουλάχιστον από τότε
που τελείωσα το σχολείο. Με εκείνους που αναζητούμε το ίδιο πράγμα. Έχω την
τύχη να έχω επισκεφτεί αρκετές χώρες και να έχω ζήσει σε τέσσερις διαφορετικές,
περιλαμβανομένης της Ελλάδας. Είμαι πεπεισμένος ότι θα συνεχίσω να είμαι έτσι
και στο μέλλον, να προσπαθώ να καταλάβω και νιώσω τους ανθρώπους μέσα από το
περιβάλλον τους, όπου και αν περιπλανιέμαι.