Βρίσκομαι σπίτι,
καλοκαίρι της δευτέρας προς τρίτη γυμνασίου και δεν έχω κάτι να απασχοληθώ. Η
μέρα στη θάλασσα με είχε κουράσει και έπρεπε να βρω έναν τρόπο να σκοτώσω το
χρόνο μου. Γύρω στις 10 το βράδυ, χαζεύω στη βιβλιοθήκη προσπαθώντας να διαλέξω
κάτι να περάσει η ώρα. Βλέπω ένα βιβλίο αρκετά χοντρό, σκονισμένο και ξεχασμένο
σε κάποια γωνία. ‘Εκατό Χρόνια Μοναξιάς’ έγραφε η ράχη, από κάποιον Gabriel García Márquez. Έχοντας συνηθίσει
να είμαι μόνος μου τα καλοκαίρια, καθώς οι συμμαθητές και οι φίλοι μου την
έκαναν σε εξοχικά και χωριά, θεώρησα ότι είναι αρκετά ειρωνικό να το διαβάσω.
Ξεκίνησα στη
βεράντα του τότε μας σπιτιού γύρω στις δέκα το βράδυ με παρέα ένα ποτήρι χυμό
και καταβάλλοντας προσπάθεια να ξεφορτωθώ το μικρό μου αδερφό που ήθελε να
παίξουμε κάτι μαζί. Τον τοποθέτησα μπροστά στο Nintendo και ξεκίνησα να διαβάζω. Μεταφέρθηκα σε έναν
κόσμο πραγματικό και απόμακρο. Ένα σκηνικό θεάτρου σε πραγματικές γειτονιές
γεμάτες με ανθρώπους κανονικούς, καθημερινούς, αλλά ιδιαίτερους. Η αφήγηση δεν
ήταν μια ιστορία, μα ένας μύθος με πραγματικά πρόσωπα. Στη μια μετά τα
μεσάνυχτα το έκλεισα γιατί δεν είχα τη διαύγεια πια να το συνεχίσω.
Το βιβλίο το
τελείωσα σε τέσσερις μέρες. Ο κόσμος της Λατινικής Αμερικής άνοιξε ανεπιστρεπτί
και κάπου εκεί πήρα την απόφαση ότι κάποια στιγμή στη ζωή μου θα μάθω Ισπανικά.
Η συνέχεια δεν ήταν η αναμενόμενη. Έκλεισα το παραμύθι σε ένα κουτί στο κεφάλι
μου και δεν έψαξα τα υπόλοιπα έργα του με τη μία. Σε μιαν εποχή που το internet ήταν πολυτέλεια δεν ήταν εύκολο να
βρω τι ήταν αυτός ο τυπάκος με το μουστάκι που θύμιζε μπάρμπα σε κρητικό
καφενείο. Πήγα στη Βικελαία, τη δημοτική βιβλιοθήκη του Ηρακλείου, για να μάθω
περισσότερα για το συγγραφέα.
Κολομβιανός; Οι
μόνοι Κολομβιανοί που ήξερα μέχρι τότε ήταν ο Escobar ο ναρκοέμπορας, ο Escobar ο ποδοσφαιριστής που δολοφονήθηκε και ο Valderama. Δημοσιογράφος; Κοίτα να δεις που
θα με κάνει να αποκτήσω καλή άποψη για τη φάρα τους ο Λατίνος. Ζούσε από τότε
μόνιμα στο Μεξικό, το οποίο μου ασκεί μια απόκοσμη έλξη. Η ενασχόλησή μου με τη
μυθολογία και την ιστορία των Αζτέκων βάρυνε πολύ σε αυτήν μου την κρίση.
Έγραφε κυρίως πεζά, άλλο ένα προσόν. Οι ποιητές, όσο και αν τους εκτιμούσα,
πίστευα από τότε ότι δε γίνονται κατανοήσιμοι έξω από τη γλώσσα συγγραφής των
έργων τους. Οι μεταφράσεις μειώνουν την αισθητική απεικόνιση των λέξεων. Εκείνο
όμως που με ξένισε απίστευτα ήταν ένα σχόλιο: ‘Ο θεμελιωτής του ρεύματος του
φαντασιακού ρεαλισμού’.
Καθότι είχα μόλις
κλείσει τα 14 αυτό μου έπεφτε βαρύ, ρώτησα μιαν οικογενειακή φίλη, φιλόλογο στο
επάγγελμα. Προσπάθησε η γυναίκα να μου εξηγήσει πως η μυθοπλασία της αφήγησης
και της πλοκής μπορεί να λαμβάνει χώρα σε πραγματικούς χώρους και χρόνους. Εκείνη
τη στιγμή δυσκολεύτηκα να το κατανοήσω, αργότερα το κατάλαβα. Ο Márquez είχε γίνει ένα λογοτεχνικό τοτέμ όμως για εμένα. Ήταν το μέτρο μου στην
Ισπανόφωνη λογοτεχνία. Με έβαλε σε έναν κόσμο και του χρωστάω.
Αγάπησα άλλους
περισσότερο είναι η αλήθεια. Ο ιστορικισμός του Borges μου ταιριάζει πιο πολύ.
Η επαναστατική ματιά του Sepulveda με έκανε να σκεφτώ διαφορετικά. Ο Benedetti με ταξίδεψε και με
προβλημάτισε περισσότερο από κάθε άλλον. Ο Onetti κατέστρεψε το στερεότυπο του πως περνούν οι
φτωχοί άνθρωποι στη Λατινική Αμερική και κατέδειξε το πόσο ταξικές είναι τελικά
αυτές οι κοινωνίες. Η φιλοσοφική ανάλυση του Arturo Pérez με γεμίζει βαθιά. Ο Márquez όμως παραμένει ο μόνος που μπορεί να σου χτίσει ένα όνειρο σε μια
πραγματικότητα.
Δε με ενδιαφέρει
που έχει πάρει Nobel. Ο
Καζαντζάκης και ο Borges που λατρεύω δεν είχαν την τιμή, αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι για εμένα.
Άλλωστε η ανάγνωση, όπως και η πίστη, είναι θέμα προσωπικό. Ζήτημα γούστου και
κοσμοθεωρία σμιλεμένο με λέξεις και προτάσεις. Η λογοτεχνία με μεταφέρει αλλού,
σε ένα μέρος όπου δε θα κοιτώ τα γαλάζια μάτια ενός σκύλου, αλλά τα μάτια γαλάζιου σκύλου.