Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Συνεδρία 96: Να Πέσει το Σφυρί


Ντελίριο σε όλον τον πλανήτη προκάλεσε η απόφαση του πρωθυπουργού να καλέσει τους πολίτες σε δημοψήφισμα την επόμενη Κυριακή για την αποδοχή ή όχι του προτεινόμενου πακέτου μέτρων των «Θεσμών». Επειδή όλος ο κόσμος γράφει και ασχολείται με αυτό, θα κάνω μια μικρή ανάλυση και δε θα ασχοληθώ ξανά με το θέμα μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, αν αυτό γίνει τελικά. Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά, θα ξεκινήσω με τη λογική της κλήσης σε δημοψήφισμα, το ερώτημα που τίθεται μετά και θα κλείσω με την πολιτική στρατηγική.

Κατ’ αρχάς, η απόφαση να διεξαχθεί δημοψήφισμα έχει λογική. Στις 25/01 εκλέχτηκε αυτή η νέα κυβέρνηση με μια ατζέντα που έλεγε να αλλάξει τους όρους των Μνημονίων. Να σταματήσει τις περικοπές και τη δημοσιονομική προσαρμογή και να χρηματοδοτήσει αυτές τις πολιτικές με αλλαγή του τρόπου φορολόγησης, φέρνοντας παράλληλα κάποια επενδυτικά (κρατικά) μέτρα για μείωση της ανεργίας. Αυτό θα συνέβαινε θεωρητικά με μια νέα συμφωνία με τους δανειστές, πείτε τη «έντιμη», «νέο μνημόνιο», δεν ενδιαφέρει, ώστε η Ελλάδα να παραμείνει στο ευρώ. Παράλληλα τα δύο κόμματα που στήριζαν τις μνημονιακές πολιτικές έφτασαν σε ιστορικά χαμηλά εκλογικά ποσοστά. Η ΝΔ έσπασε το αρνητικό ρεκόρ των Ευρωεκλογών σημειώνοντας το χαμηλότερο εκλογικό αποτέλεσμα της ιστορίας της ως κόμμα, ενώ το ΠΑΣΟΚ φλερτάρει με το όριο του πολιτικού αφανισμού.

Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε κατευθείαν επαφές με τους εταίρους και έγινε σαφές από την αρχή ότι τα πράγματα είναι χλωμά. Υπήρχαν δύο μπλοκ στους δανειστές όπου το ένα καταλάβαινε την ανάγκη να αλλάξει κάπως η στόχευση των προγραμμάτων και το άλλο που δεν ήθελε αυτή τη νέα κυβέρνηση καθώς κρίνει ότι τα σωστά μέτρα είναι μόνο τα δικά τους μέτρα. Μετά από πέντε μήνες ήρθε το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις με ένα τελεσίγραφο από την πλευρά των δανειστών (θα το σχολιάσω λίγο παρακάτω αυτό). Η ελληνική κυβέρνηση δεν το δέχεται, λογικά διότι αποτελεί συνέχεια της λογικής των μέτρων που εκλέχτηκε για να ανατρέψει. Συμπληρωματικά, επειδή ήταν ξεκάθαρο για την κυβέρνηση ότι η εντολή που είχε ήταν να βρει μια καλύτερη λύση εντός ευρώ, δε θεωρεί ότι μπορεί μόνη της, χωρίς να ρωτήσει ξανά τους πολίτες, έχει το δικαίωμα να πάρει αυτήν την απόφαση. Ως εκ τούτου, καταλήγει στη λύση του δημοψηφίσματος, με σκοπό να σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις βάση νέας λαϊκής εντολής.

Όλα τα παραπάνω έχουν απόλυτη λογική στη θεωρία και σε συνθήκες εργαστηρίου. Η καταφυγή σε δημοψήφισμα για ένα τόσο κρίσιμο θέμα δεν είναι λάθος, εδώ όμως αρχίζουν τα προβλήματα. Ας ξεκινήσουμε από το χρονικό κομμάτι. Μετά από πέντε μήνες διαπραγματεύσεων καταλήξαμε σε αδιέξοδο. Αυτό όμως φαινόταν από το Μάρτη όταν οι δανειστές δεν ήταν και πολύ θερμοί να τηρήσουν τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Έπρεπε όμως να φτάσουμε στο τέλος Ιουνίου, με το πρόγραμμα να λήγει και τα αποθεματικά να έχουν πρακτικά εξαντληθεί για να ανακοινωθεί το δημοψήφισμα; Η κυβέρνηση φαίνεται να μην έχει σχέδιο για το τι θα γίνει μετά και ακόμα και αν  έχει σχέδιο δε θα έχει κανένα τρόπο να το χρηματοδοτήσει.

Το δεύτερο χρονικό πρόβλημα είναι οι οχτώ μέρες από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος μέχρι τη διεξαγωγή του. Μέσα σε μια βδομάδα πρακτικά, θα πρέπει να κινητοποιηθεί ο διοικητικός μηχανισμός, να βρεθούν και να οριστούν δικαστικοί αντιπρόσωποι, εφορευτικές επιτροπές, να κοπούν ψηφοδέλτια, να οργανωθεί το Υπουργείο Εσωτερικών και τόσα άλλα πράγματα. Ο χρόνος είναι ελάχιστος. Σύμφωνα με τη ΦΕΚ για το δημοψήφισμα, οι κάλπες στήνονται 30 μέρες μετά την έκδοση του προεδρικού διατάγματος. Υπάρχουν δικλείδες για να γίνει πιο γρήγορα, όμως δεν μπορούν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να παρουσιαστούν θέσεις, προτάσεις, εναλλακτικές, σχέδια για το δια ταύτα, κτλ. Ειδικά σε ένα τόσο πολωμένο κλίμα όπως το παρόν στην Ελλάδα.
Επίσης, μέσα σε μία βδομάδα δεν μπορεί να γίνει σοβαρή δημόσια κουβέντα για το ερώτημα του δημοψηφίσματος και το διακύβευμα. Το ερώτημα per se είναι ασαφές. Μιλάει για την πρόταση των δανειστών, αν την εγκρίνουν οι πολίτες ή όχι. Η πρόταση όμως από 01/07 μπορεί να μην είναι στο τραπέζι, σύμφωνα με τους δανειστές, οπότε για τι ακριβώς θα αποφασίσει ο κόσμος κανείς δεν έχει καταλάβει.

Τέλος, δε φαίνεται να υπάρχει κάποια στρατηγική για το μετά. Η κυβέρνηση εφόσον στηρίζει το Όχι θα πρέπει να παραιτηθεί σε περίπτωση που βγει το Ναι. Αλλά εδώ μπαίνουν δύο σουρεάλ στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι δεν έχει πει κάτι τέτοιο ο Τσίπρας, αλλά ότι θα εφαρμόσει τη συμφωνία. Το δεύτερο και πιο γαμάτο είναι ότι σε περίπτωση που ξαναγίνουν εκλογές το πιθανότερο είναι να τις ξανακερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με την αντιπολίτευση που έχει. Σε περίπτωση πάλι που βγει το Όχι η κυβέρνηση θα κάνει τι ακριβώς; Θα πάει σε νέες διαπραγματεύσεις; Διαπραγμάτευση έχεις όταν υπάρχουν δύο ομάδες στο τραπέζι και η αντίπαλη δε φαίνεται να κατεβαίνει. Και εδώ δεν έχει κατοχύρωση παιχνιδιού άνευ αγώνος.

Μιας και ανέφερα την αντιπολίτευση να πω ότι η στάση της είναι τρομακτικά ελλιπής. Η ΝΔ ήθελε να καταθέσει πρόταση μομφής και δε συγκέντρωσε τις απαραίτητες υπογραφές (;!) και μετά σκέφτεται αν θα προκρίνει αποχή ως επίσημη γραμμή για το δημοψήφισμα. Ο στόχος θεωρητικά είναι η αποχή να ξεπεράσει το 40% και να κριθεί το δημοψήφισμα άκυρο. Πολύ επικίνδυνο διότι, α) ακυρώνει τη ρητορική ότι το 70% του κόσμου θέλει παραμονή στο ευρώ. Αν ήταν έτσι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Και β) Αν δεν πάνε να ψηφίσουν αυτοί και η συμμετοχή υπερβεί το 60% τότε το Όχι θα έχει πιάσει 80% και θα είναι ήττα ιστορικού επιπέδου. Το ΠΑΣΟΚ σέρνεται πίσω από τη ΝΔ, το Ποτάμι είναι το μόνο που στηρίζει ανοιχτά Ναι χωρίς αποχές και το ΚΚΕ, ε, χμ, δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες. Η ΧΑ φαίνεται ότι για εθνοπατριωτικούς (λάθος) λόγους θα πει Όχι, ούτε οι ίδιοι έχουν καταλάβει γιατί.


Την ώρα που το γράφω αυτό δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο αν η ΕΚΤ θα κλείσει το ELA. Σε περίπτωση που γίνει αυτό, η χρηματοδότηση γίνεται ακόμα πιο σκούρη για το μέλλον, ειδικά όσο μένει ασαφές το εντός-εκτός ευρώ. Δε θεωρώ ότι καμία από τις δύο επιλογές είναι από μόνη της καταστροφή, αν υπάρχει ξεκάθαρο σχέδιο για το μετά. Όσο αυτό δεν υπάρχει και δεν κοινοποιείται στους πολίτες τότε και τα δύο σενάρια μοιάζουν με πείραμα υψηλής επικινδυνότητας. Δε διαφωνώ με το δημοψήφισμα, διαφωνώ όμως με το χρονικό του ορίζοντα και το ερώτημά του. Το όλο σκηνικό μοιάζει με μια δημοπρασία που όλοι περιμένουν το σφυρί να πέσει

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Συνεδρία 95: Ποιος θα Προσφέρει το δείπνο;


Μετά από περίπου τρεις βδομάδες που τρέχω σαν παλαβός, είπα να γράψω για κάτι που ειπώθηκε, πέρασε για λίγο ξυστά, αλλά κανείς, προφανώς δε μπήκε στον κόπο να αναλύσει παραπάνω. Το θέμα μας είναι η περίφημη Ζάμπια, η χώρα που υπήρξε η τελευταία που δεν πλήρωσε δόση στο ΔΝΤ. Και κάπου εκεί αρχίζει το ιλουστρασιόν εικονογραφημένο αστείο.

Το ποίο αστείο ξεκινάει από το γεγονός ότι η Ζάμπια τότε ήταν «δημοκρατία του ενός κόμματος». Δηλαδή δικτατορία, αλλά light, αντικειμενικά τώρα και όχι για δεδομένα Αφρικής. Ο ηγέτης του αντί-αποικιοκρατικού κινήματος Kenneth Kaunda διετέλεσε πρόεδρος της χώρας από το 1964 μέχρι το 1991. Από το 1972 ο Kaunda απαγόρευσε την ύπαρξη των άλλων κομμάτων και ανανέωνε τις θητείες του με ψηφοφορίες «Ναι-Όχι». Λογικά έπαιρνε γύρω στο 93% κάθε φορά, αλλά με το ποσοστό των εγγεγραμμένων που ψήφιζε να είναι γύρω στο 60%. Οι διαφωνούντες απλώς δεν πήγαιναν να ψηφίσουν. Ο Kaunda πήρε την απόφαση να απαγορεύσει τα άλλα κόμματα το 1972 όχι για να δημιουργήσει κάποιου είδους σοβιετική διακυβέρνηση, ούτε για να γίνει απόλυτος δικτάτορας όπως ο Σαντάμ ή ο Kazabubu.

Από τα τρία κόμματα που είχαν δημιουργηθεί κατά τον αντί-αποικιοκρατικό αγώνα, μόνο το δικό του (UNIP), είχε εθνική απήχηση. Τα άλλα δύο εξέφραζαν τοπικές περιοχές και συγκεκριμένες φυλές και ήταν έτοιμες να προχωρήσουν σε εμφύλιο πόλεμο για να εξασφαλίσουν την απόλυτη εξουσία. Ο Kaunda τους απαγόρευσε για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο. Αντίθετα πάλι με πολλές χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, το γεγονός ότι ο Kaunda είχε ακριβώς αυτά τα κίνητρα φαίνεται από το ότι δεν έκανε διώξεις πολιτικών αντιπάλων, δεν έχτισε μυστικές φυλακές και αστυνομίες, δεν κατηγορείται από Διεθνή Αμνηστία για εγκλήματα κατά τις ανθρωπότητας. Φυσικά, μετά γλυκάθηκε, την ψώνισε και νόμιζε ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να τρέξει τη χώρα, μέχρι που ξεσηκώθηκε παν-Ζαμπιανικό κίνημα το 1990 που οδήγησε σε συνταγματική αναθεώρηση και εκλογές με όρους πλουραλιστικής δημοκρατίας το 1991, τις οποίες, όπως ήταν απολύτως λογικό έχασε πανηγυρικά από τον Frederick Chiluba.

Στο προκείμενο με το χρέος τώρα. Η Ζάμπια δεν έχει καμία ομοιότητα με την περίπτωση της Ελλάδος. Η χώρα δεν ήταν μέλος καμίας ένωσης, πόσο μάλλον νομισματικής. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν και δεν πλήρωσε (1987), ο πληθωρισμός της ήταν στο 50,9%, το δημόσιο χρέος στο 191,4% του ΑΕΠ και δεν παρήγαγε σχεδόν τίποτα. Οι επενδύσεις είχαν πέσει 9,4% και τα αποθεματικά είχαν μειωθεί από 23,3% του ΑΕΠ σε 11,4%. Υπήρχε όμως μόνο το ΔΝΤ, κανένας άλλος, δεν υπήρχε θέμα νομίσματος και στην τελική το ΔΝΤ δεν τα κατάφερε (για άλλη μια φορά) να βοηθήσει μια οικονομία χώρας του Τρίτου Τέταρτου κόσμου να ανακάμψει.

Η αναλογία με την Ελλάδα είναι η εξής μία: δεν πλήρωση δόση στο ΔΝΤ. Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που γίνονται τέτοιες ενδελεχείς αναλύσεις. Θυμάμαι ακόμα στην αρχή της κρίσης τις συγκρίσεις με την Ισλανδία ή την Αργεντινή. Επίσης καμία επαφή στις περιπτώσεις. Το να πεις ότι η Ζάμπια δεν πλήρωσε και η Ελλάδα δεν πλήρωσε, άρα η Ελλάδα θα γίνει Ζάμπια είναι αντίστοιχο του να πεις ότι ο Messi έβαλε γκολ, ο Καπετάνος έβαλε γκολ, άρα ο Καπετάνος είναι Messi. Οι χώρες είναι πολύπλοκοι μηχανισμοί με διακριτά χαρακτηριστικά. Το να παίρνεις μεμονωμένα γεγονότα και να τα απογυμνώνεις από τα υπόλοιπα κριτήρια ή από το περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον είναι η πρώτη αρχή της προπαγάνδας.

Η προπαγάνδα βέβαια δε λείπει ποτέ και από πουθενά. Είτε το λες promotion, είτε διαφήμιση, είτε lobbying, είτε πολιτική προβολή, είτε όπως στο διάολο θέλεις υπάρχει παντού. Η σύγκριση ανόμοιων πραγμάτων είναι ο δεύτερος καλύτερος τρόπος, που όταν συνδυάζεται με τον πρώτο, την αποσπασματική παρουσίαση των γεγονότων, έχει θαυμαστά αποτελέσματα. Αυτή τη στιγμή το όλο θέμα με την Ελλάδα, την ΟΝΕ, το ευρώ και το ΔΝΤ είναι σε σημείο καμπής. Και είναι τώρα, δεν ήταν πριν τέσσερις μήνες. Τώρα είναι η φάση που ανοίγουν οι κάρτες. Το ποιος θα κερδίσει τι και ποιος θα χάσει τι θα φανεί στο αποτέλεσμα, όλο το άλλο είναι εικασίες.

Εικασίες που πάντα φιλτράρονται μέσα από ιδεολογικά ή κομματικά στεγανά. Ο καθένας προβλέπει την έκβαση που θέλει να έχει το όλο πράγμα από την οπτική που το βλέπει ο ίδιος. Το οποίο δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Συμβαίνει σε όλον τον κόσμο. Όπως συμβαίνει και ανάλογη συμπεριφορά να έχουν και οι δημοσιογράφοι. Απανωτές πτώσεις από τα σύννεφα προκάλεσε η ανακάλυψη ότι οι ξένοι δημοσιογράφοι είναι και αυτοί χωρισμένοι σε έντυπα – κανάλια – στρατόπεδα, ανάλογα με την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Διότι όλοι πίστευαν με την ξενομανία που δέρνει τη χώρα ότι οι ξένοι είναι κάποιο είδος ανώτερου επαγγελματία που τιμούν τις αρχές της δημοσιογραφίας, δεν επηρεάζονται από διάφορες «γραμμές» και λειτουργούν με περισσό ήθος. Χαλάει λίγο το μύθο του «αυτά μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν», αλλά δεν πειράζει. Στην τελική την αναλογία με Ζάμπια δεν την ανακάλυψαν οι δικοί μας. Η είδηση έπαιξε πρώτα στο Bloomberg.


Η λογική των αναλογιών και των παραδειγμάτων από το παρελθόν είναι μια αγαπημένη τακτική. Μια τακτική που εφαρμόζεται με δασκαλίστικους όρους, προσπαθώντας να εξομοιώσει καταστάσεις που γίνονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, υπό διαφορετικές συνθήκες, με άλλες διεργασίες και υπό άλλο διεθνές ή περιφερειακό περιβάλλον. Το καλύτερο είναι ότι αποδίδουν, γι’ αυτό άλλωστε και συνεχίζεται η χρήση τους. Απλώς την επόμενη φορά που η Ελλάδα θα συγκριθεί με την οποιαδήποτε Αργεντινή, Ισλανδία, Ζάμπια, Σερβία, δεν ξέρω 'γω τι, να έχουμε στο μυαλό ότι πρέπει να ψάξουμε τις διαφορές. Και τις διαφορές δεν τις ψάχνεις ακούγοντας ή διαβάζοντας δημοσιογράφους που πρόσκεινται μόνο στη μία πλευρά. Όπως λέει και ένα παραδοσιακό τραγούδι της Ζάμπιας, το θέμα είναι να φας και όχι ποιος θα προσφέρει το δείπνο.