Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Συνεδρία 84: Το Τίμημα που Πληρώνεις


Ολοκληρώθηκε άλλο ένα Eurogroup με μια περίπου κατ’ αρχήν συμφωνία. Επειδή μέχρι να δω τις σημερινές ελληνικές προτάσεις δε βρίσκω το νόημα να γράψω τίποτα για κάτι που μπορεί να μη συμβεί, θα κάνω μόνο μία παρατήρηση και θα περάσω σε μιαν ανάλυση που θέλω να γράψω εδώ και αρκετό καιρό. Ο ΣΥΡΙΖΑ όπως έχω ξαναπεί είναι περισσότερο όμηρος της δικής του ρητορικής παρά της πραγματικότητας. Οι εσωτερικές αντιδράσεις και η έκταση που παίρνουν είναι απολύτως δικαιολογημένες, διότι στηρίζονται στην αντιπολιτευτική και προεκλογική ρητορεία. Όμως το ζήτημα εδώ είναι ότι το «πρώτη φορά αριστερά» μπορεί να έγινε σλόγκαν, όμως στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ και τα αδελφά προς σε αυτόν κόμματα είναι η nouvelle vague των κεντροαριστερών κομμάτων.

Για να τα πάρουμε τα πράγματα με μια λογική σειρά, ας ξεκινήσουμε με την κοινωνική βάση. Τα τελευταία 40 χρόνια οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη δυτική κοινωνία είναι τεράστιες και το χρονικό διάστημα πολύ μικρό. Ενώ πήρε στην Ευρώπη περίπου 17 αιώνες για να μεταβεί από την οικονομία που βασιζόταν στη γαιοκτησία στην οικονομία της βιομηχανίας, η μετάβαση από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες πήρε περίπου 30 χρόνια. Δε γίνεται να αναλύσω όλες τις συνθήκες που συνέβαλλαν σε αυτήν την μετατροπή, διότι μετά το κείμενο θα βγει στις 4.000 λέξεις. Υπάρχουν όμως δύο βασικοί καταλύτες που δεν μπορώ να αφαιρέσω από την ανάλυση: η τεχνολογία και η μόρφωση. Η τεχνολογία επιτάχυνε τις αλλαγές τόσο στον τρόπο ζωής, όσο και στον τρόπο με τον οποίο δομείται η κοινωνία. Πήρε το ρόλο που κάποτε κατείχε η μαγεία στις λαϊκές παραδόσεις, ένα μέσο το οποίο μειώνει το χρόνο της εξέλιξης. Η μόρφωση, με την έννοια της γενικής και καθολικής εκπαίδευσης, έχει βοηθήσει στο να δώσει τη δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης σε άτομα που κατάγονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Οι δυνατότητες δεν είναι όμοιες, δεν είναι ίσες, υπάρχουν όμως.

Στους δύο αιώνες που κυριαρχούσε η βιομηχανική παραγωγή ως μοντέλο ανάπτυξης, είτε αυτή βρισκόταν σε χέρια και διοίκηση ιδιωτών, είτε κρατικού-κεντρικού ελέγχου, υπήρχε ένα σώμα εργατών που μαζί με τους αγρότες αποτελούσαν το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας. Αφήνω το σοβιετικό κρατικιστικό μοντέλο στην άκρη, επειδή  το γεωγραφικό πεδίο που με ενδιαφέρει είναι η Δύση. Εκεί, η πολιτική πρόταση που δημιουργήθηκε ώστε να προωθήσει τα δικαιώματα των  εργαζομένων, να βελτιώσει την ποιότητα ζωής τους και να αναδιανέμει το εισόδημα προς όφελός τους ήταν η σοσιαλδημοκρατία. Στηριζόμενη σε πολύ μεγάλο βαθμό στα συνδικαλιστικά σωματεία, για περίπου 100 χρόνια ήταν η βασική εναλλακτική κυβερνητική πρόταση στο αστικό (με την έννοια του bourgeois) κράτος. Η σοσιαλδημοκρατία μέσω του κρατικού παρεμβατισμού είχε τρεις βασικούς στόχους: 1) την σταδιακή εξάλειψη την ανεργίας και την δημιουργία συνθηκών πλήρους απασχόλησης, 2) τη δημιουργία ενός ισχυρού και αποδοτικού κράτους πρόνοιας, και 3) την αναδιανομή του εισοδήματος με πιο δίκαια κριτήρια. Έτσι θα επιτυγχανόταν μια κοινωνική συνοχή που θα δημιουργούσε το «ένα έθνος».

Η επιτυχία της σοσιαλδημοκρατίας ειδικά στη Σκανδιναβία, αλλά και στη Δυτική Γερμανία (απ’ όπου ξεκίνησε) ή/και των εργατικών κομμάτων σε Βρετανία ή Αυστραλία ήταν η δημιουργία και η εμπέδωση της μεσαίας τάξης. Δεν πέτυχε σε όλους τους σκοπούς της, προφανώς, όμως το ότι ανέβασε το επίπεδο ζωής των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και ότι έφτιαξε κράτη πρόνοιας χωρίς να πειράξει τις ατομικές ελευθερίες ήταν μεγάλο στοίχημα που κερδήθηκε. Αντίθετα, στοιχήματα που χάθηκαν ήταν η πλήρης απασχόληση, που δεν υλοποιήθηκε ποτέ και πουθενά και η αναδιανομή του εισοδήματος, η οποία κράτησε μόλις 15 χρόνια και με τα κριτήριά της να είναι αρκετά αφηρημένα (sic). Ειδικά στο Βορρά η σοσιαλδημοκρατία είχε ταυτιστεί τόσο πολύ με τα ίδια τα κράτη που αν κάποιος έλεγε πχ ότι η Νορβηγία ή η Σουηδία δεν ήταν δημοκρατίες, αλλά σοσιαλδημοκρατίες, ούτε ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος δε θα παρεξηγιόταν.

Όμως η σοσιαλδημοκρατία δεν είχε υπολογίσει την παγκοσμιοποίηση. Η Ευρωπαϊκή κεντροαριστερά ήταν σε μεγάλο βαθμό κρατικιστική. Σε τόσο μεγάλο που είχε αφήσει κλειδωμένη στην ντουλάπα την έννοια του διεθνισμού. Η παγκοσμιοποίηση με την κατάργηση ή παράκαμψη του κρατικού στοιχείου έριξε μια βόμβα στα θεμέλια της σοσιαλδημοκρατίας. Κάποιοι θεωρητικοί όπως ο Anthony Giddens προσπάθησαν να το προλάβουν το κακό που έβλεπαν να έρχεται, προτείνοντας έναν «τρίτο-δρόμο», ένα συγκερασμό των φιλελεύθερων ιδεών και των βασικών αρχών της σοσιαλδημοκρατίας. Το πείραμα υπήρξε αρκετά αποτυχημένο. Εργατικά και σοσιαλιστικά κόμματα έχουν προβεί τα τελευταία 20 χρόνια σε πάρα πολλές ιδιωτικοποιήσεις, σε περιορισμό πληθωρισμών, έλεγχο δημοσιονομικών δαπανών, μείωση του κοινωνικού κράτους. Στην Αγγλία έχει αρχίσει να κυκλοφορεί ο όρος «social liberals». Φιλελεύθεροι που θέλουν να δώσουν κάτι στην κοινωνία, όμως μετά από συνεχείς υποχωρήσεις στις διεκδικήσεις τους, μεγάλο πρόβλημα κρατισμού εξαιτίας των ετών τους στην εξουσία και μη επαφής με την πραγματικότητα και την κοινωνία, οι σοσιαλδημοκράτες σβήνουν στο χρόνο.

Δεν είναι μόνο το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα. Το ισπανικό PSOE κρατιέται ακόμα από τα αγροτικά σωματεία και μόνο, στην Ιταλία η πρόταση της αριστεράς είναι ο Renzi που σε οποιαδήποτε κανονική χώρα θα ήταν ένας κλασσικός φιλελεύθερος, στη Γερμανία το SPD θα έχανε σήμερα και αν η Merkel δεν κατέβαινε καν στις εκλογές και στη Σκανδιναβία οι σοσιαλδημοκράτες εδώ και 20 χρόνια χάνουν εκλογές, πράγμα αδιανόητο για 60+ χρόνια. Οι Εργατικοί στη Βρετανία κρατιούνται ακόμα διότι πήγαν πιο κοντά στο αμερικανικό δημοκρατικό κόμμα και επειδή η βρετανική κοινωνία είναι με διαφορά η πιο φιλελευθεροποιημένη στην Ευρώπη, οπότε παίζουν τα δύο κόμματα με όρους καλού/κακού διαχειριστή. Επειδή όμως ο κόσμος που στήριζε τους σοσιαλδημοκράτες τόσα χρόνια δεν εξαφανίστηκε και καθώς η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί νέες προκλήσεις, υπάρχει μια ανάγκη για μια διαφορετική αριστερά.

Εδώ πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ενδιαφέρον πολιτικό πείραμα (μαζί με τα αδερφά του κόμματα). Όπως η σοσιαλδημοκρατία στηρίχτηκε στα συνδικάτα, η νέα κέντροαριστερά μπορεί να στηριχτεί στα κοινωνικά κινήματα. Η μεγάλη διαφορά των εργατικών συνδικάτων με τα κοινωνικά κινήματα της εποχής μας είναι ότι τα πρώτα είχαν συγκεκριμένες διεκδικήσεις, ενώ τα δεύτερα οραματίζονται έναν μη-καπιταλιστικό κόσμο, αλλά δεν ξέρουν ποιον ακριβώς. Για να πετύχει το πείραμα οφείλει να δουλέψει ανάποδα. Ο διεθνισμός να είναι η αφετηρία. Η παγκοσμιοποίηση δεν αλλάζει, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση υλοποίησης μια αρχής της αριστεράς, της συμμετοχής στον κόσμο ως διαφορετικός. Η προάσπισης της διαφορετικότητας, η οικολογική ανάπτυξη, η νέες παγκοσμιοποιημένες κοινωνικές δομές είναι τα στοιχήματα της νέας αυτής αριστεράς. Χρειάζεται όμως συγκεκριμένες προτάσεις για το πως θα επιτύχει απασχόληση χωρίς να επιστρέψει στον εθνικό κρατισμό, πως θα αμβλύνει τις ανισότητες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση χωρίς να διώξει επενδύσεις, πως θα απεθνικοποιήσει τις κοινωνίες που ανεβάζουν συνεχώς, ειδικά στην Ευρώπη, τα ποσοστά των ακροδεξιών κομμάτων (κατά την άποψή μου βέβαια υπάρχει ένα απόλυτο όριο σε αυτό γύρω στο 20-25% ανάλογα με τη χώρα).


Δεν ξέρω πόσοι οραματίστηκαν το ΣΥΡΙΖΑ ως ριζοσπαστική αριστερά. Αυτοί σίγουρα θα απογοητευτούν. Όσοι το ψήφισαν για αυτό το λόγο και όσοι δεν τον ψήφισαν επειδή φοβόντουσαν ότι ήταν τόσο ριζοσπαστικός και τόσο αριστερός θα χαλαστούν και μάλιστα σύντομα. Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί με τρόπο που να καταλάβει το χώρο της κεντροαριστεράς. Με μερικές βασικές επιτυχίες θα το έχει καταφέρει. Για να κερδίσει το κέντρο θα χάσει, αμετάκλητα, το κομμάτι της παραδοσιακής αριστεράς, αλλά αυτό είναι το τίμημα που πληρώνεις.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Συνεδρία 83: Δώσε μου Καταφύγιο


Ξεκινάω να γράφω μετά την ανακοίνωση του υποψηφίου που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ για Πρόεδρο της Δημοκρατίας και έχω πεθάνει στο γέλιο ειλικρινά. Αλλά δε θα ασχοληθώ άλλο με τη γλάστρα του πολιτικού μας συστήματος. Δεν αξίζει τον κόπο και το χρόνο. Πέρα από το γελοίο της επιλογής του προσώπου από μια κυβέρνηση που μπορούσε να βάλει όποιον ήθελε στη θέση δεν έχω να πω τίποτα άλλο.

Το βασικό ζήτημα είναι το Eurogroup αυτές τις μέρες και το ζήτημα είναι πιο σοβαρό για να ασχοληθώ λιγάκι παραπάνω. Εκείνο όμως που με ιντριγκάρει περισσότερο είναι ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ και των αριστερών αδελφών του κομμάτων στην Ευρώπη διότι βλέπω μια προοπτική σχηματισμού ενός νέου ιδεολογικού μπλοκ. Ας τα πάρω όμως με τη σειρά.

Ήταν όμορφο αυτό που έγινε στο Eurogroup διότι μάθαμε αρκετά πράγματα. Το πρώτο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει τη διάθεση να υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό ώστε να πετύχει ευρωπαϊκή συμφωνία. Όπως έγραφα στο προηγούμενο post, δεν έχει πρόβλημα να πάει πίσω το πρόγραμμά της έξι μήνες. Θα αναπτύξει ρητορική που θα φορτώνει την επέκταση του Μνημονίου (που για επικοινωνιακούς λόγους θα το πει αλλιώς) στις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης και θα είναι συνεπής ότι α) διαπραγματεύτηκε, β) πέτυχε καλύτερη συμφωνία, γ) το μόνο που παραχώρησε είναι 6 μήνες δείχνοντας ότι το ελληνικό κράτος έχει συνέχεια. Το τελευταίο μπορεί να μη γίνει αποδεκτό με ενθουσιασμό στο εσωτερικό, όμως είναι καλό σήμα για να καλμάρει τους ξένους, ενδεχομένως (μεγάλο ίσως εδώ) να φέρει και τίποτα επενδύσεις. Η Αριστερά που συμβιβάζεται λοιπόν.

Συμβιβάζεται βέβαια μέσα στα όριο κάποιας αξιοπρέπειας. Αυτό δεν είναι οι προεκλογικές δεσμεύσεις, αφού αποδεχόταν κείμενο που τις έκανε (να το πω κομψά) ελαστικές. Είναι ότι συμφώνησε σε ένα κείμενο που μετά από 15 λεπτά άλλαξε και ήρθε άλλο κείμενο. Οι περισσότεροι εστίασαν στο τι έγραφε το δεύτερο κείμενο και στο γιατί δεν το αποδέχτηκαν Βαρουφάκης και Δραγασάκης, όμως το ζήτημα είναι στην πραγματικότητα αλλού. Το 1944 ο στρατηγός De Gaulle είχε μπει να ελευθερώσει το Στρασβούργο. Μετά από 6 ώρες λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από το στρατηγό Eisenhower ότι η μάχη στο Αλσατικό μέτωπο δεν πηγαίνει καλά και πρέπει να συγκεντρώσει τα γαλλικά στρατεύματα και να τα στείλει πίσω. Ο De Gaulle του λέει ότι στρατηγικά καταλαβαίνει ότι το σωστό είναι αυτό που του λέει ο Αμερικανός είναι το σωστό, όμως συμβολικά δεν μπορεί να το κάνει. Θα είναι ντροπή απέναντι στους Γάλλους του Στρασβούργου. Έτσι απέρριψε την πρόταση του Eisenhower. Η ελληνική αντιπροσωπεία είχε την υποχρέωση να απορρίψει το κείμενο για λόγους αρχής, άσχετα με το αν συμφωνούσε ή όχι. Ένα μέρος του Eurogroup, το μεγαλύτερο όπως φαίνεται, ήθελα να δείξει μια πλήρη ήττα των ελληνικών θέσεων και αυτό δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτό.

Μάθαμε επίσης ότι η Γερμανία έχει τεράστια υποστήριξη όχι μόνο από το Βορρά. Ο Rajoy, οι Πορτογάλοι και οι Ιρλανδοί στηρίζουν την παρούσα πολιτική για λόγους πολιτικής επιβίωσης δικής τους. Το Eurogroup δεν έχει απλώς ηγέτιδα δύναμη τη Γερμανία, όπως θα ήταν απολύτως φυσιολογικό, αλλά είναι porte-parole της. Είναι ένα πρόβλημα για την ελληνική πλευρά αυτό που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Η Γερμανία έχει όλα τα χαρτιά στα χέρια της, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να δίνει ανταλλάγματα σε όποιον θέλει να υποστηρίξει το «κακό παιδί» ώστε να τους ξαναβάλει στη σειρά.

Τέλος, υπάρχουν και δύο πράγματα που δε μάθαμε. Το πρώτο είναι ποια ακριβώς ήταν η ελληνική πρόταση. Ωραία όλη η ρητορική περί τελεσιγράφου και εκβιασμού των Ευρωπαίων, όμως αυτό θα στοιχειοθετηθεί μόνο αν το Μαξίμου ή το Υπουργείο Οικονομικών δημοσιεύσει το τι πρότεινε η ελληνική πλευρά και δε δέχτηκαν οι εταίροι. Καταλαβαίνω ότι ειδικά ο Τσίπρας θέλει πολιτική λύση σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων για να αποδείξει ότι το ζήτημα είναι πολιτικό και όχι τεχνικό. Αυτό όμως είναι μεγάλο στοίχημα και αν η λύση βρεθεί σε επίπεδο Υπουργών Οικονομικών μπορεί πάλι να πλασαριστεί ως πολιτική, ακόμα και αν στην πραγματικότητα είναι τεχνική.  Όμως από το να γίνονται διαρροές των κειμένων στο Eurogroup για να δείξουμε τι κακοί που είναι αυτοί οι Ευρωπαίοι είναι υποχρεωτικό να έχουν πρώτα δημοσιοποιηθεί οι θέσεις με τις οποίες πήγε η κυβέρνηση σε αυτό και τι αντίσταση βρήκε.

Το δεύτερο που δεν μάθαμε είναι τι ακριβώς είναι η «ευελιξία» στο υπάρχον πρόγραμμα που λέει η άλλη πλευρά. Η διατύπωση είναι εντελώς κενή περιεχομένου και επειδή τόσο καιρό μιλούσαν τεχνικά, μια διευκρίνηση είναι απαραίτητη. Παρακάμπτω το γεγονός ότι στο κείμενο που τελικά δεν υπεγράφη ζητούσαν πρωταρχικά δέσμευση της ελληνικής πλευράς στο υπάρχον πρόγραμμα και μετά την οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Θα ήταν όμως εξαιρετικά παράδοξο η ελληνική πλευρά να συμφωνήσει ότι θα παραβιάσει κάθε προεκλογική της δέσμευση χωρίς να μάθει από πριν το τι θα πάρει μελλοντικά ως αντάλλαγμα.

Στον ευρωπαϊκό τύπο σήμερα γίνεται μια προσπάθεια αποδόμησης του προσώπου του Βαρουφάκη. Από την Παρασκευή υπάρχουν δημοσιεύματα που γράφουν ότι δεν τον θέλουν, ότι είναι αλαζόνας, αγενής, ψώνιο, κτλ. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα συνεχίζεται η σύνδεση της σημερινής γερμανικής ηγεσίας με τους Ναζί. Εκτός από τραγικά λαϊκιστικό, όλο αυτό είναι και φτηνό, πολύ φτηνό. Και θα μου επιτρέψετε να μην ασχοληθώ παραπάνω.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή είναι ένα ευρωπαϊκό θέμα. Όχι μόνο επειδή διαταράσσει τη λογική με την οποία λειτουργεί η Ευρωζώνη. Είναι ένα εκλογικό πείραμα που έχει μιμητές, κυρίως στην Ισπανία, αλλά και στην Ιταλία και την Πορτογαλία. Αυτό είναι και το μεγαλύτερό του πρόβλημα στη διαπραγμάτευση. Δεν είναι μόνο ότι ζητάει κάτι άλλο για την Ελλάδα και αντιμετωπίζει ένα συμπαγές και ισχυρότερο μπλοκ απέναντί του, αλλά ότι κάθε νίκη του, ακόμα και μικρή μπορεί να αλλάξει ισορροπίες αλλού. Τα τελευταία 10 χρόνια η Σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει πολύ από το ιστορικό της βάρος και τους μηχανισμούς που τη στηρίζουν. Τα συνδικάτα έχουν βαρέσει διάλυση, η εργατική τάξη έχει μετατραπεί σε μικροαστική ή μεσαία σε μεγάλο ποσοστό και ο εθνικός κρατισμός είναι κόντρα ρόλος με το άνοιγμα των συνόρων σε οικονομικό, εθνικό και πολιτιστικό επίπεδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos που είναι οι πιο ισχυροί νέοι παίχτες μπορούν να καλύψουν μόνιμα το χώρο που έχουμε μάθει να ονομάζουμε κεντροαριστερά. Αριστερή ρητορική με πιο μοντέρνες, αλλά πιο μετριοπαθείς/κεντρώες πολιτικές.


Αυτό θα το κοιτάξω στο επόμενο post αναλυτικά, αν δε γίνει κάτι τραγικό μέχρι τότε. Να τονίσω όμως εδώ ότι η ΕΕ, όπως και οι ιδεολογίες είναι κάτι παραπάνω από ασφαλή κοντέινερ που δίνουν καταφύγιο.

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Συνεδρία 82: Να Μείνω ή να Φύγω


Περίμενα το Eurogroup για να γράψω τη συνέχεια, αλλά οι Υπουργοί Οικονομικών μας την έσκασαν. Επειδή η Δευτέρα είναι λίγο μακρυά και καθώς χθες υπήρξε μια σύνοδος κορυφής θα προχωρήσω σε κάτι που γενικότερα οι αναλυτές απεχθανόμαστε να κάνουμε. Έχουμε τη συνήθεια να αναλύουμε τα δεδομένα αφού μας παρουσιαστούν εκ του ασφαλούς, αλλά τώρα θα κάνω μια πρόβλεψη στη λογική του «να τα λέτε, να τα γράφετε».

Ξεκινάω με τον αφορισμό των διεθνών σχέσεων ότι μια διαπραγμάτευση είναι πετυχημένη όταν παίρνεις το 6/10. Με τα δεδομένα που υπάρχουν τώρα η ελληνική κυβέρνηση έχει πάρει το 3/10 (αλλαγή στο 30% του Μνημονίου). Είναι κάτι, αλλά δεν είναι αρκετό σίγουρα και δεν είναι και συμβατό με την προεκλογική της ρητορική. Δεύτερη εισαγωγική παρατήρηση είναι ότι σε μια διαπραγμάτευση κάτι θα δώσεις και κάτι θα πάρεις. Πάντα στοχεύεις στο να πάρεις περισσότερα, χωρίς να παραχωρήσεις καίρια σημεία της πολιτικής σου και αυτό μένει να αποδειχθεί. Τέλος, δεν πιστεύω να υπάρχει κάποιος σοβαρός άνθρωπος, και όχι φανατικός οπαδός, που θα πίστευε ότι το Μνημόνιο θα καταργηθεί σε μία νύχτα (όπως έλεγαν και κυβερνητικοί προεκλογικά) και ότι δε θα υπάρξει περίοδος μετάβασης. Επειδή μένει να δούμε τα ακριβή στοιχεία της συμφωνίας, όταν αυτή επέλθει, θα αναφέρω τρία σενάρια για το πως μπορεί να εξελιχθεί αυτή η ιστορία. Ο άξονας της ανάλυσης θα είναι η ελληνική κυβέρνηση και το εσωτερικό μέτωπο, διότι έτσι θα είναι πιο εύκολη η ερμηνεία και η πρόβλεψη.

Το καλύτερο σενάριο για την ελληνική κυβέρνηση είναι να μπορέσει να εφαρμόσει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης με το μέρος του πλεονάσματος που θα μπορέσει να ρίξει. Σε περίπτωση που οι απαιτήσεις των δανειστών πέσουν από το 4,5% πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,5% μένουν 4,5 δις για μέτρα, αν πέσει ακόμα περισσότερο στο 1,5% μένουν 6 δις για μέτρα. Επίσης, το ζήτημα για την ελληνική κυβέρνηση είναι να τερματίσει την επιτήρηση. Εκεί που μπορεί να εκτοξεύσει τις μετοχές της η κυβέρνηση είναι να χρησιμοποιήσει το μηχανισμό για να κάνει μια αποτίμηση του χρέους. Αν απλώς αντικαταστήσει την Τρόικα με μια τριάδα που θα συνεχίσει την επιτήρηση του ίδιου προγράμματος έχει χάσει όλο του το πλεονέκτημα. Επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά έλεγε ότι α)θέλει να παραμείνει στο ευρώ, β) θα επαναδιαπραγματευτεί το Μνημόνιο, γ) θα το καταργήσει, έχει ένα πρόβλημα. Αν πετύχει στα δύο από τα τρία δεν είναι αρκετό για το εσωτερικό κοινό. Στο καλό για την κυβέρνηση σενάριο οφείλει να χρησιμοποιήσει του ξένους τεχνοκράτες για να κάνει λογιστικό απολογισμό του χρέους και μετά να τρέξει δικαστικά τις ευθύνες. Αυτό θα ικανοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του, ενδεχομένως και του συνόλου του εγχώριου κοινού.

Το δεύτερο σενάριο είναι το μεσοβέζικο. Επιτυγχάνεται μια συμφωνία γέφυρα που επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση, αλλά οι μέχρι τώρα υπογεγραμμένες δεσμεύσεις από την προηγούμενη κυβέρνηση πρέπει να υλοποιηθούν μέχρι το πέρας αυτής. Η κυβέρνηση παίρνει την κατάργηση του Μνημονίου αλλά όχι άμεσα και οι εταίροι ότι εκπληρώνεται η μέχρι πρότινος συμφωνία. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ πάει έξι μήνες πίσω, αλλά δεν είναι καταστροφή. Μπορεί άλλωστε να το πουλήσει και σχετικά καλά. «Διαπραγματευτήκαμε με τους εταίρους σύμφωνα με τις προεκλογικές μας δεσμεύσεις. Δυστυχώς δε λάβαμε την υποστήριξη που περιμέναμε από άλλα κράτη που βρίσκονται στη δύνη των Μνημονίων. Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε καταφέρει να κρατήσει τη χώρα δέσμια και αυτά τα δεσμά δεν μπορέσαμε να τα σπάσουμε τώρα». Μια τέτοια ρητορική, ή κάτι παρεμφερές ρίχνει το βάρος στην προηγούμενη κυβέρνηση και σχεδιάζει το τι θα κάνει από το Σεπτέμβρη. Θα χάσει αρκετά μεγάλο μέρος της υποστήριξής της, όμως θα μπορέσει δυνητικά να το ανακτήσει από το Φθινόπωρο και μετά. Συνάδει με τη ρητορική της σταδιακής απαγκίστρωσης που είχε υιοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ πιο παλιά και θα μπορέσει να τη φέρει στην επιφάνεια. Οι δανειστές επίσης θα πάρουν ότι το πρόγραμμα υλοποιήθηκε.

Υπάρχει και το καταστροφικό σενάριο για την κυβέρνηση. Ένα στοιχισμένο ευρωπαϊκό μπλοκ αρνείται την οποιαδήποτε αλλαγή του προγράμματος και εξαναγκάζει την ελληνική κυβέρνηση να μην αλλάξει τίποτα στο πρόγραμμα του Μνημονίου. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να εγκαταλείψει την ευρωζώνη. Η κυβέρνηση θα αναγκαστεί σε ολική αναδίπλωση και πλήρη εγκατάλειψη των προεκλογικών της εξαγγελιών. Εκεί θα έχει δύο επιλογές: α) να κάνει δημοψήφισμα για παραμονή στο ευρώ με τη συνακόλουθη συνέχιση της Μνημονιακής πολιτικής και β) να τις εφαρμόσει ενώ να παράλληλα θα προσπαθήσει με αριστερά κοινωνικά μέτρα να ρεφάρει την οικονομική της αποτυχία. Η Ευρώπη σε αυτήν την περίπτωση θα έχει κάνει μια απόλυτη νίκη και θα δικαιώσει τη ρητορική της μη-εναλλακτικής.

Δεν αναλύω κάποιο σενάριο πλήρους κατάργησης του Μνημονίου από την Ελλάδα διότι δεν το βλέπω πιθανό. Εκείνο που πιστεύω ότι θα γίνει είναι μια μικρή παραχώρηση από τους εταίρους και μια συμφωνία για τη σταδιακή κατάργηση του Μνημονίου. Δεν πιστεύω ότι οι εταίροι, που έχουν και αυτοί να λογοδοτήσουν και να πουλήσουν τη συμφωνία στο δικό τους εσωτερικό κοινό, θα επιτρέψουν την άμεση κατάργηση του μηχανισμού επιτήρησης. Η ελληνική κυβέρνηση θα πάρει τη δημοσιονομική ανάσα που ζητάει για να εφαρμόσει κάποια μέτρα ανακούφισης της κοινωνίας, αλλά δε θα μπορέσει να διώξει την αστυνομία του προγράμματος, την Τρόικα δηλαδή άμεσα, όπως κι αν θέλει να την μετονομάσει για επικοινωνιακούς λόγους. Αν πετύχει αυτή τη «συμφωνία γέφυρα» που θα διώξει την Τρόικα σε έξι μήνες είναι ένας όχι τόσο επώδυνος συμβιβασμός. Αν όχι έχει χάσει κάθε ηθικό πλεονέκτημα.


Ο ΣΥΡΙΖΑ λογικά θα χάσει ένα μέρος των ψηφοφόρων της αριστεράς αν πετύχει, θα κερδίσει όμως το κέντρο ολοκληρωτικά. Αν δεν πετύχει θα δει τα ποσοστά του να επιστρέφουν ξανά σε επίπεδα δέκα ετών πριν. Υπάρχει κάτι άλλο όμως πιο ενδιαφέρον στις κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και στο αν αυτός θα πετύχει. Όχι στο ελάχιστο, αλλά να πετύχει έστω και στα μισά από αυτά που λέει, το οποίο θα αναλύσω στο επόμενο post. Και το ζήτημα είναι πιο πολύπλοκο για το αν θα πει ο Βαρουφάκης τη Δευτέρα αν θα πρέπει να μείνει ή να φύγει απ’ το ευρώ.

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Συνεδρία 81: Λεφτά


Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε να μη δέχεται από τις 11 Φεβρουαρίου τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως ενέχυρα. Η κίνηση αυτή που υπήρχε στον ορίζοντα ως πιθανότητα να συμβεί από τις 28 Φεβρουαρίου επισπεύσθηκε περίπου κατά τρεις βδομάδες. Επειδή διαβάζω και ακούω διάφορες απόψεις, ρήσεις ή κρίσεις πάνω στο θέμα, θέλω να κάνω μερικές παρατηρήσεις.

Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε ότι η απόφαση σημαίνει ότι η ΕΚΤ δε θα δέχεται πια ελληνικά ομόλογα ως αντάλλαγμα για παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες. Η απόφαση είναι καθαρά πολιτική και λαμβάνεται ως μέσο πίεσης στη νέα ελληνική κυβέρνηση. Ενώ υποστηρίζεται ότι η ΕΚΤ δρα σύμφωνα με το καταστατικό της σε αυτήν την απόφαση, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα σε αυτό το επιχείρημα. Η ελληνική κυβέρνηση έχει μεν ορκιστεί, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός οικονομικών έχουν βγει σεργιάνι στην Ευρώπη να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους και να δουν τι λένε κάποιοι από τους εταίρους, όμως μέχρι που λήφθηκε αυτή η απόφαση από την ΕΚΤ η ελληνική Βουλή δεν είχε ανοίξει. Ως εκ τούτου κανένα νομοσχέδιο δεν είχε περάσει, επομένως καμία μονομερής ενέργεια από την Ελλάδα δεν είχε πραγματοποιηθεί. Το συμπέρασμα είναι ότι η απόφαση της ΕΚΤ είναι καθαρά πολιτική και αποτελεί την πρώτη κίνηση της απέναντι πλευράς.

Αντίθετα με την επίσκεψη του Dijsselbloem που δεν αποτελούσε μέρος της διαπραγμάτευσης, τώρα το παιχνίδι έχει αρχίσει. Όπως έγραφα και στο προηγούμενο post ότι σε μια διαπραγμάτευση πας για το 6 στα 10. Μένει να δούμε τι είναι διατεθειμένη η κάθε πλευρά να παραχωρήσει. Η αλήθεια είναι ότι σε θέση ισχύος βρίσκεται η Γερμανία και η ΕΚΤ. Είναι οι δανειστές, είναι εκείνοι που μπορούν να προκαλέσουν ασφυξία στην ελληνική (και όχι μόνο) οικονομία εκμηδενίζοντας τη ρευστότητα και έχουν και το πολιτικό σκηνικό με το μέρος τους. Από την άλλη πλευρά η ελληνική θέση ενισχύεται από τη δημοκρατική νομιμοποίηση της νέας κυβέρνησης, το κόστος που μπορεί να προκαλέσει η απομάκρυνση της χώρας από την Ευρωζώνη και την αποτυχημένη εμπειρία των παρελθόντων πέντε ετών.

Δύο παραπάνω λόγια για το πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν υποστηρίζεται στις θέσεις που παρουσιάζει από τις άλλες χώρες του Νότου. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη και πραγματικά πέφτω απ’ τα σύννεφα με όσους πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Στην Ιταλία ο Renzi ανήκει στη φιλελεύθερη δεξιά και δεν μπορεί να πάει κόντρα στη λογική των ιδιωτικοποιήσεων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η Πορτογαλία έχει εκδώσει ένα τριανταετές ομόλογο για να χρηματοδοτήσει το χρέος της και τυχόν υποστήριξη της Ελλάδος θα ήταν σα να ακύρωνε τη μέχρι τώρα πολιτική της. Η Ισπανία έχει ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα. Το κυβερνόν ΡΡ έχει μαζέψει μια ντουλάπα δικογραφίες σκάνδαλα, έχει ακολουθήσει τη ρητορική της κυβέρνησης Σαμαρά περί μη εναλλακτικής, μονοδρόμου, κτλ, έχει εφαρμόσει ρητορική και πρακτικές τρομοκρατίας και είναι χριστιανοδημοκράτες. Επίσης ο Rajoy έχει τον Pablo Iglesias και το Podemos που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, το οποίο σε ενδεχόμενη νίκη του στις εθνικές εκλογές το Νοέμβρη ή το Δεκέμβρη θα κάνει το μισό ΡΡ να μπει στη φυλακή από τα σκάνδαλα που έχει μαζέψει.

Πέρα από το Νότο, οι Βόρειοι είναι με τη Γερμανία διότι μοιράζονται κοινά συμφέροντα και ανήκουν στην Ευρωπαϊκή δεξιά. Αυτό όμως μας φέρνει στο άλλο μεγάλο πρόβλημα της όλης διαδικασίας επαναδιαπραγμάτευσης. Κάθε θεωρία έχει τις αγκυλώσεις και τις φαντασιώσεις της. Στην καλύτερη περίπτωση είναι πράγματα που σε συνθήκες εργαστηρίου και σε καθαρά θεωρητικά μοντέλα δουλεύουν ή μπορεί να δουλέψουν, αλλά στην πραγματικότητα δε δουλεύουν ποτέ. Στη χειρότερη, η θεωρία έχει σφάλματα και λογικά άλματα που οι οπαδοί τους έχουν μάθει να τα δέχονται ή να τα παρακάμπτουν, όπως κάνουν και στις αθλητικές ομάδες που υποστηρίζουν αν ευνοούνται απ’ τη διαιτησία ή να παραβιάζουν ένα σωρό νόμους για να κάνουν γήπεδα, προπονητικά κέντρα ή μεταγραφές. Στην περίπτωσή μας, ο νέο-φιλελευθερισμός διέπεται από δύο αξιωματικές αρχές: ότι τα πάντα μπορούν να είναι εμπορεύσιμα και ότι οι ιδιωτικοποιήσεις κάνουν το κράτος, που είναι per se κακό και δυσλειτουργικό, να έχει στο τέλος περισσότερα κέρδη από την ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης που φέρνουν οι ιδιωτικές επενδύσεις.

Ακόμα και όταν αρκετοί (σκέτο) φιλελεύθεροι οικονομολόγοι έγραφαν ότι σε περιόδους κρίσης, στην αρχή το κράτος πρέπει να αυξήσει τις δαπάνες του για να δημιουργήσει τα δίχτυα ασφαλείας εκείνα που θα προστατεύσουν την κοινωνία από τη διάλυση, η ιδεολογία-μόδα της εποχής δεν κάνει βήμα πίσω. Ιδιωτικοποιήσεις, μικρότερο κράτος, δημοσιονομική πειθαρχία, περιορισμός μισθών και όλα όσα ξέρετε. Η πράξη όμως διαψεύδει την προσέγγιση εργαστηρίου. Το ΔΝΤ έκανε πέρυσι μια έρευνα για να δει ιστορικά που έχει πετύχει ένα πρόγραμμα σαν το ελληνικό και το αποτέλεσμα ήταν ότι βρήκε μηδέν επιτυχημένες περιπτώσεις. Εδώ και πέντε χρόνια η ανάπτυξη έρχεται από τον επόμενο χρόνο και έχει καταντήσει η χώρα σαν τους δύο που περιμένουν τον Godot. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα δε λειτουργεί, η ιδιωτικοποιήσεις δεν προχωρούν ακόμα και όταν το τίμημα που μπαίνει είναι πολύ χαμηλό, η μείωση μισθών δε φέρνει νέες επενδύσεις, η μεγάλη ανεργία κατεδαφίζει τα αποθεματικά των ταμείων και πάει  λέγοντας.

Είναι γνωστός ο αφορισμός του Einstein που ορίζει τη βλακεία ως το να επαναλαμβάνεις το ίδιο πράγμα περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα. Η συνέχιση του ίδιου μοντέλου είναι θεωρητική αγκύλωση και μέγιστη βλακεία, αλλά το πολιτικό παιχνίδι πίσω του είναι πόκερ που μοιάζει με ρώσικη ρουλέτα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η λύση είναι να επιστρέψει η χώρα στις πολιτικές που τη χρεοκόπησαν. Επαναλαμβάνοντας τους ακατάσχετους διορισμούς «δικών μας παιδιών», τις κρατικοποιήσεις ζημιογόνων εταιριών για το ονόρε, τις μίζες, τη συμπεριφορά των πολιτικών ότι το κράτος τους ανήκει, τις επιχορηγήσεις στις εκλογικές περιφέρειες για πανηγύρια και εκδηλώσεις που μαζεύουν 20 νοματαίους και όλα αυτά τα ωραία της μεταπολίτευσης είναι εξίσου βλακώδες.


Ο κόσμος αλλάζει και η πολιτική εξέλιξη έχει μείνει πολύ πίσω σε σχέση με την τεχνολογική και την επιστημονική. Ακόμα και ο νέο-φιλελευθερισμός είναι θεωρία της δεκαετίας του 1970. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσαρμογή στις απαιτήσεις της εποχής και σκιαγράφηση του μέλλοντος. Η πολιτική κρίνεται με όρους 19ου αιώνα τις περισσότερες φορές, αδυνατώντας να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Και αυτό είναι ένα ζήτημα πολύ πιο σοβαρό από το ποιος και με ποιους όρους δίνει τα λεφτά.

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Συνεδρία 80: Παλιά Πληγή


Πρώτη μετεκλογική εβδομάδα και ενώ σκεφτόμουν να γράφω κάτι τελείως εκτός ελληνικής επικαιρότητας αρχικά μέχρι να συγκληθεί το νέο κοινοβούλιο και να προταθεί ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έγινε το σκηνικό Βαρουφάκη-Dijsselbloem. Θέλω να γράψω μερικά πράγματα πάνω στο θέμα «διαπραγμάτευση» που ακούστηκε πολύ, όσο και για την υπεράσπιση των οπτικών και των ιδεολογιών των πολιτών και των πολιτικών.

Ξεκινάω με το «διαπραγμάτευση». Λόγω σπουδών, αλλά και επαγγελματικού προσανατολισμού, έχω βρεθεί σε αρκετές διαπραγματεύσεις. Από αστεία πράγματα, μέχρι αρκετά σοβαρά ή επικίνδυνα όλες είχαν την ίδια πορεία: προετοιμασία, σύνταξη των δικών μας επιχειρημάτων, μελέτη των επιχειρημάτων της απέναντι πλευράς, αναζήτηση πορείας των διαπραγματεύσεων και εναλλακτικών χειρισμών, άτομα που θα εκπροσωπήσουν τη δική μας θέση και τέλος χρονοδιάγραμμα. Και πάντα, μα πάντα όμως η πρώτη κίνηση είναι να προσεγγίσεις όσους πιθανόν να έχουν ίδια συμφέροντα με εσένα, για να σχηματίσεις μια όσον το δυνατόν πιο μεγάλη και συμπαγή συμμαχία.

Ελπίζω, και λέω ελπίζω διότι δεν έχω καμία γνώση & δεν έχω διασταυρώσει καμία πληροφορία, ο ΣΥΡΙΖΑ στο χρόνο που ήταν αντιπολίτευση να έχει στο μυαλό του μια συγκεκριμένη και συμπαγή πρόταση. Με τα όριά της, τις κόκκινες γραμμές της, το τι μπορεί να παραχωρηθεί και σε ποιο στάδιο και να έχει ελέγξει το περιθώριο ρίσκου και ελιγμών. Η σιγουριά που βγάζει ο Βαρουφάκης (εκπληκτικό media handling παρεμπιπτόντως) δείχνει ότι υπάρχει δεδομένο σχέδιο και ότι έχουν γίνει προκαταρκτικές συζητήσεις. Εντούτοις, αυτό δε σημαίνει ότι έχει ξεκινήσει η διαπραγμάτευση. Είμαστε ακόμα στο pre-game show. Ο Dijsselbloem ήρθε απροετοίμαστος και στην πρώτη διερευνητική επαφή που είχε με τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών έχασε το βασικό στοιχείο: ότι αυτή η κυβέρνηση εκλέχτηκε στη βάση του να αλλάξει το πρόγραμμα του Μνημονίου. Να το επαναδιαπραγματευτεί και να πετύχει καλύτερη συμφωνία αποπληρωμής. Ο Ολλανδός ήρθε εδώ και στη συνέντευξη τύπου έχασε το θεσμικό του ρόλο. Ο Βαρουφάκης είπε ότι δε συνομιλεί με την Τρόικα, αλλά απευθείας με τους θεσμούς και τις κυβερνήσεις που μας έχουν δανείσει. Μισό όμως να ξεκαθαρίσουμε κάτι.

Η Τρόικα είναι η αστυνομία του Μνημονίου. Είναι οι τύποι που έρχονται στην Ελλάδα και ελέγχουν την εφαρμογή του προγράμματος. Κατάργησή της δε σημαίνει και διαγραφή του χρέους. Αλλά από τη στιγμή που μπαίνεις σε επαναδιαπραγμάτευση του προγράμματος, η αστυνομία που επέβλεπε την εφαρμογή της παλιάς συμφωνίας δεν έχει κανένα οργανικό σκοπό ή νόημα. Απολύτως λογικό αυτό, όπως είναι και φυσιολογικό την αναθεώρηση του υπάρχοντος status quo να τη ζητάει το μέρος που ζημιώνεται περισσότερο, εν προκειμένω η Ελλάδα. Έτσι συνέβαινε πάντα και έτσι θα συνεχίσει να συμβαίνει. Το έχω πει πολλές φορές ότι δυστυχώς ή ευτυχώς ζούμε ακόμα σε έναν ρεαλιστικό κόσμο. Κόσμο που κινείται στον άξονα του συμφέροντος. Η επαναδιαπραγμάτευση όταν ζημιώνεσαι δεν είναι τρέλα, όπως λένε οι χαμένοι των εκλογών, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν την κυβερνητική και προεκλογική τους τακτική. Βέβαια αυτό δε σου διασφαλίζει και καλύτερο αποτέλεσμα. Η νέα συμφωνία μπορεί να είναι καλύτερη, αν πείσεις, χειρότερη αν δεν πείσεις, ή ταυτόσημη. Και αυτή τη στιγμή η Ελλάδα έχει φτάσει στο επίπεδο που δεν μπορεί να πει το «τουλάχιστον προσπάθησα».

Αυτή τη στιγμή έχουμε δει περίπου το 10% του plan A. Δε λέω ότι θα δουλέψει, ότι είναι άρτιο, ή ότι θα φέρει σίγουρο αποτέλεσμα. Δεν μπορώ όμως να το κρίνω από τώρα. Γελάω με όσους φέρουν την καταστροφή. Όχι τα στελέχη της ΝΔ των κυβερνήσεων Σαμαρά που αν πετύχει έστω και στο ελάχιστο ο ΣΥΡΙΖΑ ελάφρυνση του προγράμματος θα ξαναδούν τη Βουλή μόνο από carte postale. Οι οπαδοί είναι αστείοι. Όπως αστείοι είναι και οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ που πιστεύουν ότι έχουν ήδη κατατροπώσει την Ευρώπη. Το venceremos θυμίζω είναι σε μέλλοντα χρόνο. Τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Το παιχνίδι δεν έχει καν ξεκινήσει και τώρα παίζει η άλλη πλευρά. Τέλος, δεν υπάρχει ακόμα καμιά κωλοτούμπα. Τονίζω το ακόμα, για τους οπαδούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ είπε για επαναδιαπραγμάτευση, κατάργηση της Τρόικας και αίτηση διαγραφής του χρέους. Στη διαπραγμάτευση μπορεί να δώσει κάτι από αυτά πίσω για να κερδίσει τα άλλα δύο. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες και κατηγορίες. Σε μια διαπραγμάτευση πας για το 6 στα 10. Δύσκολο όμως να το εξηγήσεις σε μια χώρα που έχει μάθει στο όλα ή τίποτα, στο η Ελλαδάρα να κερδάει και στον τυφλό οπαδισμό.

Κι αν πιστεύετε ότι ο τυφλός οπαδισμός είναι ίδιον του πόπολου κάνετε μεγάλο λάθος. Από το 2002 που πέρασα στο πανεπιστήμιο μέχρι σήμερα, έχω με μια παρένθεση δύο ετών (στρατός και μάζεμα χρημάτων για μεταπτυχιακό) περάσει όλον αυτόν το χρόνο μέσα σε πανεπιστημιακά προγράμματα και ινστιτούτα. Η αλαζονεία και η μονολιθικότητα των ακαδημαϊκών είναι über alles. Είναι τόσο πεπεισμένοι για το δίκαιο αυτού που υποστηρίζουν που μπορούν να ανεβούν σε ένα λόφο, να καρφώσουν την παντιέρα της σχολής σκέψης που εκπροσωπούν και να την υπερασπιστούν μέχρι θανάτου. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο Ernest Gellner. Τσέχος ανθρωπολόγος και θεμελιωτής της θεωρίας του μοντερνισμού στη μελέτη του φαινομένου του εθνικισμού και καθηγητής στο LSE. Ήταν ο πρώτος που διατύπωσε μια ολοκληρωμένη θεωρία γύρο από το έθνος-κράτος, τον εθνικισμό και το έθνος. Σε ένα debate που είχε με το μαθητή του Anthony Smith και θεμελιωτή της προσέγγισης του εθνοσυμβολισμού στη μελέτη του ίδιου φαινομένου σε ένα διεθνές συνέδριο ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο του Warwick, έδωσε την απόλυτη απάντηση ακαδημαϊκής μονολιθικότητας.

Ο Smith του είπε ότι ενώ άνοιξε έναν ολόκληρο κλάδο στην επιστήμη της ανθρωπολογίας και η συμβολή του ήταν τρομακτική, η θεωρία του είναι ξεπερασμένη διότι εξηγεί κατά το ήμισυ το φαινόμενο (it tells half the story). Εξηγεί το πως δούλεψαν οι μηχανισμοί των ελίτ, αλλά όχι το γιατί ο κόσμος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά τους. Τότε ο Gellner απάντησε: If my theory tells half the story, then that’s fine with me, because it means that the other half is redundant.


Το υφάκι του παντογνώστη ακαδημαϊκού Βαρουφάκη όταν δίνει συνεντεύξεις είναι απολύτως εξηγήσιμο. Το υφάκι του οπαδού το ίδιο. Απλώς εγώ περιμένω να δω κάποια εξέλιξη πριν κρίνω για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, που άλλωστε είναι και η πιο παλιά πληγή.