Έχω γυρίσει τρεις
βδομάδες τώρα στην Ελλάδα και η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα που συνάντησα
μετά από δύο χρόνια απουσίας είναι λίγο καλύτερα από όσο τα περίμενα. Ναι οι
περισσότεροι φίλοι μου ή δεν έχουν δουλειά ή δουλεύουν ανασφάλιστοι με 400-500
ευρώ (με εξαίρεση τέσσερις-πέντε που είχαν σταθερές δουλειές και πριν την κρίση
και τις κράτησαν), ναι τα γενικότερα έξοδα έχουν περιοριστεί, αλλά εκείνο που
με σοκάρει από την αρχή είναι ότι δεν έχει αλλάξει η νοοτροπία. Η προσέγγιση
των ανθρώπων απέναντι σε όλα τα ζητήματα είναι ακριβώς η ίδια και ο μόνος λόγος
που κάποιοι έχουν διαφοροποιήσει τις συνήθειές τους είναι διότι δεν έχουν τα
(οικονομικά) μέσα πια. Αν για κάποιο λόγο τα αποκτήσουν ξανά, θα επιστρέψουν
πάραυτα στην προηγούμενη ζωή τους.
Πέρασα τρεις
μέρες σε μιαν Αθήνα που προσπαθούσε τύποις να προσαρμοστεί. Οι τιμές είχαν
πέσει ελαφρώς στα μαγαζιά. Όμως έβλεπες τις ίδιες κατηγορίες ανθρώπων στα ίδια
μαγαζιά. Και θα μου πείτε, ρε φίλε και τι να κάνουν να μένουν κλεισμένοι μέσα;
Όχι φυσικά. Ίσα-ίσα που ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του καιρού μας είναι η
έλλειψη της προσωπικής επαφής. Έχει εκτιναχτεί η ηλεκτρονική επικοινωνία σε
βάρος της προσωπικής συναναστροφής των ανθρώπων. Προσπαθώ να ισορροπώ και έχοντας
να δω τόσο κόσμο μετά από τόσο καιρό έχω αραιώσει τα posts. Δε θα γίνω Ταλιμπάν να αποκηρύττω
οτιδήποτε ηλεκτρονικό ως κατασκεύασμα του Σατανά. Αλλά υπάρχει και μια κανονική
ζωή.
Κανονική ζωή στην
οποία η πλειοψηφία είναι επαίτης. Δεν ξέρω τι με θλίβει περισσότερο: Ο άνθρωπος
που δεν έχει φράγκο και μένει σπίτι του ή εκείνος που βγαίνει και κάθεται τρεις ώρες σε ένα
μαγαζί και έχει παραγγείλει μόνο μια μπύρα. Αντίθετα χαίρομαι περισσότερο
εκείνους που αγοράζουν μία από το περίπτερο και κάθονται σε ένα παγκάκι ή σε
ένα πάρκο. Επειδή αυτοί άλλαξαν. Όσοι πλέον μαζεύονται σε σπίτια όχι μόνο σε
γιορτές και γενέθλια, αλλά για την παρέα. Στην Κρήτη αυτό στις μεσαίες
ηλικίες το είδα πολύ. Μιαν επιστροφή στους τρόπους διασκέδασης του 1960, 1970.
Σπίτια, όργανα, κρασί, ρακή παραγωγής, κανένας μεζές, όλα άψογα. Εναλλακτικά
παίζουν ρακάδικα και μεζεδοπωλεία στα οποία πλέον αν δεν έχεις κονέ κάποιο
σερβιτόρο ή αν δεν έχεις κάνει κράτηση δε βρίσκεις τραπέζι. Προχθές βγήκα με
κάτι φίλους για ρακές και μας ήρθε €2,5 το άτομο λογαριασμός. Η επαρχία που αγαπάω.
Από την άλλη
έχουν ανοίξει στο Ηράκλειο ένα σωρό τρεντοκαφετέριες και ποτορθάδικα πανάκριβα
που είναι γεμάτα. Γεμάτα από άτομα κάτω των 25 και άνω των 45. Έχει χαλάσει η
φυσιογνωμία του κέντρου που ήταν το μόνο που είχε απομείνει στην πόλη που
στρέφει τα νώτα της στο λιμάνι, που έλεγε και η Λιλή Ζωγράφου. Όλοι αυτοί της
κουλτούρας «Μύκονοοοοοοοοος!» που κλαίγονται ολημερίς για την κρίση που δεν
τους αφήνει να αγοράζει το νέο Galaxy και την νέα BMW βγαίνουν και τα πίνουν σε μοδάτα μαγαζιά το βράδυ. Και επιβεβαίωσα αυτό
που φανταζόμουν. Αυτοί είναι η πλειοψηφία.
Δεν άλλαξε η
νοοτροπία του «οι δικοί μας». Ψάχνουν να βρουν τις ίδιες άκριες μέσω
διαφορετικών προσώπων και διαφορετικών σχηματισμών. Επίσης κατάλαβα ότι οι
άνθρωποι που δεν είχαν κάνει μεγάλα ανοίγματα δυσκολεύονται απλώς, αλλά δε
φυτοζωούν, δεν κινδυνεύουν να καταστραφούν. Ελάχιστοι, αλλά υπάρχουν και πλέον
στηρίζουν τους υπόλοιπους όσο μπορούν. Άλλωστε σε καμία οικογένεια δεν υπάρχει
πάνω από ένας τέτοιος. Να πω την αμαρτία μου αν ζούσα στην Ελλάδα δε θα ήμουν
τίποτα από τα δύο. Θα ήμουν κάποιος χωρίς ανοίγματα, αλλά και χωρίς εισοδήματα.
Στο δια ταύτα,
σήμερα έχω γενέθλια και θέλω να ξεφύγω από όλα αυτά. Από την πόλη και τον κόσμο
της και από το σπίτι και τους συγγενείς. Η πόλη και οι άνθρωποί της με ενοχλούν
και οι συγγενείς με κουράζουν. Αλλά φέτος δεν είμαι μόνος μου όπως πέρυσι.
Μαζεύω τη βλαμμένη την παρέα μου και πάμε με κιθάρες και μαντολίνα σε μια
παραλία για βραδινό μπάνιο. Ποτά, φαγητά δικά μου, και τα υπόλοιπα μαζί. Και το
γαμημένο το κερί ας το σβήσει το κύμμα. Δε γουστάρω στην τελική να νιώθω ότι
πατρίδα μου είναι μόνο εκεί που μίσησα.