Το 1896 ο Victor Hugo σε μιαν ομιλία του οραματίζεται τις
Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Οι άλλες, της Αμερικής αποτελούν πόλο που έλκει
την Ευρωπαϊκή διανόηση. Η απόσταση και τα μέσα της εποχής γιγαντώνουν το μύθο
της μεγάλης και σταθερής δημοκρατίας των ΗΠΑ. Μετά από δύο Παγκοσμίους Πολέμους
και κάτι άλλες μικρές διαμάχες ο Jean Monnet και ο Robert Schuman δίνουν μορφή στην Ευρωπαϊκή
συνεργασία. Ο βασικός της στόχος είναι να σταματήσουν οι πόλεμοι στην Ευρώπη.
Και οι δύο Γάλλοι το έβλεπαν αυτό πιθανό μόνο εάν η Γερμανία δεν αφήνετο να
αναγεννηθεί χωρίς περιορισμούς.
Με τη σύμφωνη
γνώμη των ΗΠΑ που επιδίωκαν στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου να δημιουργήσουν μιαν
Ευρωπαϊκή συλλογικότητα για τη διανομή του σχεδίου Marshal δημιουργήθηκε αρχικά η Ευρωπαϊκή
Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Κοινότητα
Ατομικής Ενέργειας και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Με τη Συνθήκη του
Παρισιού, με την οποία θεμελιώνεται η τελευταία, η Ευρώπη αλλάζει σελίδα
οριστικά στην ιστορία της.
Από τις πρώτες
στιγμές της η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση χωρίστηκε σε δύο σχολές σκέψεις: τους
λειτουργιστές και τους φεντεραλιστές. Οι λειτουργιστές έδιναν βάση στην
οικονομική συνεργασία. Θεωρούσαν ότι η καλύτερη πορεία για την Ευρώπη είναι τα
κράτη της να βρουν κοινούς τόπους σε θέματα δευτερεύουσας σημασίας αρχικά.
Προτάχθηκε η οικονομία, καθώς αυτή ήταν το μείζον ζήτημα της μεταπολεμικής
περιόδου. Η λογική ήταν ότι τα κράτη επιδιώκουν να ανακάμψουν και να
ανασυγκροτηθούν μετά το βιομηχανικό, ολοκληρωτικό Β’Π.Π. Η οικονομική
συνεργασία ήταν η ευκολότερη διότι βασιζόταν στην εξασφάλιση του κοινού
συμφέροντος. Η πρακτική αυτή προσέγγιση δεν απέκλειε πολιτική συνεργασία στο
μέλλον, όμως προσπαθούσε να εξασφαλίσει κυρίως συμφωνίες στα θέματα στα οποία
οι εταίροι δε διαφωνούσαν (consensus). Επίσης, στηριζόταν στις ελίτ. Πολιτικές και οικονομικές ελίτ γινόντουσαν
οι αποκλειστικοί παίχτες και δρώντες αυτού του παιχνιδιού.
Αντίθετα οι
φεντεραλιστές οραματίζονταν την υλοποίηση αυτού που είχε πει ο Hugo, τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας στην Ευρώπη κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ.
Θεωρούσαν ότι όσο διατηρούνται οι διακρίσεις σε βάση έθνους-κράτους στην Ευρώπη
και με τις ιστορικές μνήμες να βαραίνουν πολύ στις κοινωνίες και στο συλλογικό
ασυνείδητο, η μόνη λύση για την οριστική έκλειψη του πολέμου ανάμεσα στα
ευρωπαϊκά κράτη είναι να γίνουν ένα κράτος. Αναγνώριζαν ότι αυτό δεν μπορεί να
γίνει αυτόματα, όμως σε αντίθεση με τους λειτουργιστές, πίστευαν ότι οι
συζητήσεις για πολιτική ενοποίηση πρέπει να γίνουν από την αρχή της
προσπάθειας. Η στόχευσή τους ήταν πιο μεγαλεπήβολη και πιο σφαιρική. Επεδίωκαν
τη συμμετοχή των πολιτών σε αυτή και την ενσωμάτωσή τους σε μιαν ευρωπαϊκή
οικογένεια. Δε μιλούσαν απλώς για συνεργασία ή ολοκλήρωση σε συγκεκριμένους
τομείς, αλλά για μια συσσωμάτωση των ευρωπαϊκών κρατών σε μια νέα ολότητα.
Η σημερινή ΕΕ
αποτελεί ένα υβρίδιο των δύο αυτών προσεγγίσεων. Περιέχει κάποια υπερεθνικά
στοιχεία και πολύ περισσότερα λειτουργικά. Αυτό που δημιουργεί μεγαλύτερες
εντάσεις και αποστροφή προς την ΕΕ, πλέον, είναι το λεγόμενο δημοκρατικό
έλλειμμα. Πριν δέκα χρόνια μας το είχαν περιγράψει ως εξής: Ας πούμε ότι μια
κυβέρνηση θέλει να πάρει μέτρα που δε θα είναι δημοφιλή. Πηγαίνει στην ΕΕ, μέσω
του Συμβουλίου ή της Επιτροπής τα προωθεί και επιστρέφει στη χώρα και λέει ότι
τα μέτρα αυτά είναι απαίτηση της ΕΕ. Σε αυτό το τρίγωνο ακυρώνεται ο έλεγχος
που μπορεί να έχει ο οποιοσδήποτε πολίτης, ή κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος στην
εκτελεστική εξουσία. Τα τελευταία πέντε χρόνια τα πράγματα είναι χειρότερα. Οι μη
εκλεγμένοι τεχνοκράτες της ΕΕ λαμβάνουν μέτρα που επηρεάζουν το σύνολο της
Ένωσης ή μόνο την Ευρωζώνη καθοριστικά. Παρά την ύπαρξη του Ευρωκοινοβουλίου,
το δημοκρατικό έλλειμμα επεκτείνεται στην ΕΕ, που έχει γίνει νομοπαραγωγικός
μηχανισμός υπό την επήρεια πολιτικών και οικονομικών ελίτ.
Για να μην
παραμυθιαζόμαστε, οι ελίτ ήταν πάντα στο κέντρο των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού
οικοδομήματος. Μόνο που από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και μετά, όταν η ΕΕ
αποφάσισε να αγκαλιάσει και να υιοθετήσει την οικονομική παγκοσμιοποίηση οι
δρώντες δεν είναι μόνο κρατικοί. Τα ιδιωτικά συμφέροντα άρχισαν να πιέζουν
θεσμικά και να προωθούν δικούς τους ανθρώπους σε θέσεις της ΕΕ. Αυτό γίνεται με
το θεσμοθετημένο, νομικά κατοχυρωμένο τρόπο που ονομάζεται lobbying. Επειδή έχει λίγο αρνητική έννοια η λέξη,
υπονοώντας διαπλοκή, τονίζω ότι το lobbying είναι νόμιμο και αποδεκτό. Από εκεί και πέρα είναι θέμα το
κάθε οργανισμού το με ποια ιδιωτικά συμφέροντα θα συμπράξει και σε ποιο βαθμό.
Η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι οι θεσμοί που το lobbying στοχεύει περισσότερο για δύο
λόγους: 1) Δεν είναι εκλεγμένοι, άρα δε λογοδοτούν στο κοινό, παρά μόνο στα
Συμβούλια των Υπουργών και των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων και 2) Έχουν το
μεγαλύτερο μέρος της εκτελεστικής εξουσίας της ΕΕ.
Το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο είναι μια παρένθεση δημοκρατικότητας. Είναι μια ωραία ιδέα που όμως
δεν εφαρμόζεται σωστά. Ο θεσμός έχει πολύ λίγες αρμοδιότητες και κατά βάση
δευτερεύουσες, πλην εκείνης της ψήφισης του προϋπολογισμού της ΕΕ. Οι
εκπρόσωποι έχουν μικρή αναγνωρισιμότητα και περιθώριο δράσης. Αν του δοθεί η
εξουσία να τοποθετεί τον πρόεδρο της Επιτροπής θα είναι ένα βήμα μπροστά. Προς
το παρόν δίνει τη γνώμη του, αλλά αυτή δεν είναι δεσμευτική. Είναι όμως χρήσιμο
για να δίνεται στους Ευρωπαίους πολίτες η ψευδαίσθηση ότι έχουν λόγο στην ΕΕ.
Βέβαια, τα ποσοστά συμμετοχής στις Ευρωεκλογές σε όλα τα κράτη-μέλη, μάλλον
δείχνει ότι ως ψευδαίσθηση το αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι. Ναι εντάξει όλες
οι αλλαγές αρχίζουν από κάπου, όμως το γεγονός ότι δε δίνονται πραγματικές
αρμοδιότητες στο Ευρωκοινοβούλιο επιβεβαιώνει τον περιθωριακό του χαρακτήρα.
Κάπως έτσι το
επιχείρημα ότι η ΕΕ επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή μας, αλλά δεν πας να
ψηφίσεις στις Ευρωεκλογές καθίσταται έωλο. Η ψήφος στις Ευρωεκλογές δεν
επηρεάζει την πορεία και την κατεύθυνση της ΕΕ. Είναι περίπου σαν τα ματς των super cups στην αρχή της σεζόν στο ποδόσφαιρο σαν επίσημα φιλικά, ή μάλλον σαν
επίσημη δημοσκόπηση. Για να αναφωνούν όλοι μετά: Αχ, Ευρώπη!